Το Μονοπατι

74 14 6
                                    

Είναι πρωί το νιωθω,μικρες ηλιαχτιδες περνουν από τις περσιδες του πατζουριου μου.Στο δωματιο ένα αχαλινωτο σκοταδι σκεπαζει την κάθε γωνια.Στεκομαι παραμερα κουβαριασμενη,τα δακρια μου,μουσκευουν την μαυρη φορμα μου αφηνοντας μικρους λεκεδες,θυμιζοντας μου τον πονο και την θλιψη που με στοιχειωνει καθημερινα,αφηνοντας μου μικρα ψυχικα τραυματα,προστηθοντας μου κιαλο πονο κιαλη θλιψη.Τα μαυρα μου μαλλια μπερδεμενα,μου θυμιζουν την φρικτη νυχτα που περασα. Αισθανομαι έναν αδυσωπειτο πονο να κυριευει τα καταπράσινα ματια μου, μετα από ωρες βουβου καταπονεμενου κλαματος.Νιωθω το σωμα μου αδυνατο να ανταπεξελθει.Πιανω τα γονατα μου προσπαθοντας να βρω δυναμη και κουραγιο να σηκωθω,ποναω,ποναω πολύ.Οι μωλοπες σημαδευουν το πονεμενο μου σωμα,δηλωνοντας τα βιαια χτυπηματα εκεινου του αχριου.Σηκωνομαι πιανοντας το θρανιο μου,στεκομαι στα ποδια μου και κοιταζομαι στον καθρεφτη μονολογωντας<<Ειμαι εγω αυτή?Στα αληθεια ειμαι εγω?Θυμαμαι τον παλιο μου εαυτο και...δεν δεν μπορω να βρω ομοιοτητες.Που είναι ο παλιος μου εαυτος?>>Από τοτε που κλειστηκα σε αυτό το αχουρι η ζωη μου εχει καταστραφει....*ΜΑΜΑ*ψελλιζω<<Μακαρι να ειχα μια μανουλα>>Η φωνη μου τρεμει ακομα και στη σκεψη αυτης μεγαλιωδης λεξης.Νιωθω την παρουσια της,το αγκιγμα της,μπορει ποτε να μην γνωρισα μια αλλα την αισθανομαι.Δακρια αρχιζουν παλι να κυλουν από το προσωπο μου,θυμιζοντας μου το μεγαλυτερο πλιγμα που δεχθηκα ποτε.Ο δυνατος χτυπος της πορτας,διακοπτει τις σκεψεις μου.<<ΕΕΕ εσυ κατι εκει μεσα ελα εξω τωρα>>Το σωμα μου σπαρταρα μονο στο ακουσμα της φωνης του.Αρπαζω την τσαντα μου και ανοιγω την πορτα.Εκει είναι με περιμενει το ''Τερας''Η ανασα μου κοβεται και οι ασχημες αναμνησεις επανερχονται στο μνημη μου.Το αρωστο αγγιγμα του πανω μου,η μανια του για σαρκικη ηδονη ,προσφερομενη από ένα παρθενο κοριτσι,ο αδυσοπιτος πονος που ενιωθα καθως εκπληρωνε άλλο ένα νοσηρο καπριτσιο του,με κανει να νιωθω αηδιασμενη με το είναι μου.Θυμαμαι την απολαυση στο προσωπο του βλεποντας με να υποφερω,εκληπαρωντας του να σταματησει.Η βαθια και ανατριχιαστικη φωνη του,διεκοψε την αναπολιση των φρικτων αναμνησεων μου.Αρχισε να με πλησιαζει,μυριζα την αηδιαστικη μυρωδια του σε ολο τον χωρο,εκανα μικρα βηματα προς τα πισω οσπου χτυπησα ελαφρα στο τοιχο.Ακουμπησε το βρωμικο κορμι του πανω μου και με επιασε από τον λαιμο.<<Κανεις δεν θα μαθει τιποτα ΟΡΦΑΝΟ καταλαβες?Κανεις,αν μαθευτει θα σε κανω να υποφερεις,εκληπαροντας για την ζωη σου.....Καταλαβες?ΑΠΑΝΤΑ ΜΟΥ...>>Κουνησα καταφατικα το κεφαλι μου,μην μποροντας να αναπνευσω.Μου αφησε τον λαιμο,μα πριν προλαβω να φυγω με χτυπησε στο κεφαλι,κανοντας με να αιμοραγω.<<Αυτό για να δεις ότι δεν αστειευομαι>>Σηκωθηκα με οσο κουραγιο μου ειχε απομεινει και ετρεξα προς την εξοδο του ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΥ.Βγηκα εξω και ενιωσα το φθηνοπορεινο αερακι να χαϊδευει απαλα το δερμα μου.Η ωρα ηταν 8:04 το πρωι.Εβαλα τα ακουστικα μου και προχωρουσα προς το σχολειο με βιασυνη.Μπαινοντας μεσα στο προαυλιο,ενιωσα όλα τα βλεματα πανω μου,τα σχολια τους,σαν καρφια στο στηθος μου πονουσαν.<<Που παει ετσι το ορφανο>>,<<Κοιτα το καημενο>>,<<Μια ζωη αχριστη>>Πονουσα όταν τα ακουγα όλα αυτά,κοιταζοντας την περιφρωνιση και τον οικτο που εδειχναν αυτά τα προσωπα για εμενα.Μπαινοντας μεσα στο κτηριο καποια παιδια μου εβαλαν τρικλοποδια.Πεφτοντας κατω ενιωσα τοσο ντροπη και ταπεινωση,τα ματια μου βουρκωσαν και τα χερια μου γδαρθηκαν από το χτυπημα.Ακουγα το γελιο τους να ηχει παντου,σε κάθε κρυφη γωνια του σχολειου.Οταν εφυγαν,σηκωθηκα και ετρεξα στην ταξη μου.Χτυπησα την πορτα και μπηκα μεσα,όλα τα βλεματα καρφωθηκαν πανω μου και αμεσως σχολιασμοι και γελακια εκαναν την εμφανιση τους.Ο καθηγητης μου με κοιταξε με μισος και περηφρονιση ή ετσι το αντιλαμβανομουν εγω η ιδια.Με αυστηροτητα μου υπεδειξε την θεση μου και ξαναγυρησε στο μαθημα του.Πηγα στην θεση μου και καθησα σιωπιλα.Τα χερια μου εσταζαν αιμα,μα δεν με πειραζε,μαλλον ηταν η τιμωρια μου για αυτό που ειμαι.Εβγαλα τα βιβλια μου και ένα τετραδιο,στο οποιο συνηθιζα να ζωγραφιζω.Κοιτουσα εξω από το παραθυρο και για μια στιγμη επιασα τον εαυτο μου να χαμογελα.Εχω χρονια να χαμογελασω,ένα περιεργο συναισθημα με κατακλιζει,ενας ομορφος πονος στην κοιλια μου,σαν να πεταριζουν χιλιαδες πεταλουδες μεσα μου.Κλεινω τα ματια μου απολαμβανοντας το.Το αισθανομαι,σημερα κατι καλο θα γινει.Το χερι μου ασυναισθητα κανει κινησεις πανω στο κενο ολολευκο χαρτι.Αφηνω τα συναισθηματα μου να ελευθερωθουν.Κατεβαζω το βλεμα και αντικριζω αυτό που εχω κανει.Ειναι...είναι ένα μονοπατι με πολλα δεντρα και λουλουδια,στο βαθος του μονοπατιου ειναι ζωγραφισμενη μια φιγουρα,δεν μπορω να την διακρινω...Σηκωνω το βλεμα μου και βλεπω το καθηγητη μου,να με αγριοκοιταζει,μου αρπαζει την ζωγραφια και την σκιζει μανιωδως σε μικρα κομματακια.Ενας δυνατος αερας φυσα μεσ' την ταξη περνοντας τα κομματακια της ζωγραφιας μου από τα χερια του,διασκορπιζοντας τα παντου στην αιθουσα.Με κοιτα αγρια φωναζοντας μου<<Φυγε,φυγε εξω αχρηστη,το μονο που καταφερνεις είναι να φερνεις αναστατωση,μην κανεις τον κοπο να ερθεις αυριο,πειρες 2ημερη αποβολη>>Τα καταπρασινα ματια μου,βρεγμενα από το κλαμα,προσπαθουσαν να βρουν διαφυγη.Αρπαζοντας την τσαντα μου βγηκα εξω τρεχοντας.Καθως διεσχιζα το προαυλιο ενιωσα κατι κρυο να με λουζει.Ηταν νερο,το ειχε πεταξει ένα παιδι φωναζοντας μου<<Τραβα πλησου βρωμιαρα>>Κατεβασα το κεφαλι μου και συνεχισα να περπατω.Συννεφα συνοθριαζονταν στον καταγαλανο ουρανο μετατρεποντας τον σε μια ζωντανη κολαση.Βγαινοντας από το προαυλιο διεσχισα το μικρο μονοπατι με τα πολλα λουλουδια και βγηκα στον κεντρικο δρομο.Καθως περνω τον δρομο με κατεβασμενο το κεφαλι νιωθω παλι αυτό το ομορφο συναισθημα να με κατακλιζει.Ξαφνικα ένα αποτομο φρεναρισμα ακουγετε και όλα γυρω μου μαυριζουν.Νιωθω καποιον να με τραβα στα χορτα και υστερα να με παρατα εκει μονη,παλι μονη,παντα μονη.Ακουω το αυτοκινητο του να ξεκινα και να φευγει μανιωδως αποφευγοντας κάθε ευθυνη.Η ανασα μου βαρενει και η καρδια μου σιγα σιγα παραδεινεται.Δε φοβαμαι τον θανατο,τον προσμενω καρτερικα πολύ καιρο και τωρα τον νιωθω σε κάθε κυτταρο μου να εξαπλωνετε σιγα σιγα και ανωδινα.Μακαρι να ειχα την ευκαιρια να πω σε ολους αυτους που με μισησαν τοσο πολύ ποσο τους αγαπω.Με ποναει που ποτε δεν ειχα την ευκαιρια να τους γνωρισω και να με γνωρισουν.Δεν τους κρατω κακια,ισα ισα τους ευχαριστω που υπαρχουν στην ζωη μου,ακομα και αν με μισουν.Ποτε δεν ειχα καποιον να με αγαπα αλλα τουλαχιστον ειχα καποιους να με μισουν,κατι είναι και αυτό...Η ανασα μου βαρενει κάθε δευτερολεπτο που περναει και η καρδια μου σφυροκοπα προσπαθοντας να με κρατησει στην ζωη.Νιωθω τοσο ζωντανη τωρα που ξεψυχω εδώ.Το να πεθαινεις είναι πιο γαληνιο και ευκολο από το να ζεις.Μικρες σταγονες βροχης πεφτουν στη γη,είναι σαν να θρινει για τον χαμο μου,εφοσον δεν εχω κανεναν για να το κανει.Τα ματια μου κλεινουν παραδινοντας με στην απολυτη ευτυχια.Το μονο που φοβαμαι είναι πως κανενας δεν θα με βρει για να με θαψει με αξιοπρεπεια,να τιμησει το σωμα μου με ολες τις τελετες που αναλογουν και να θρηνησει για μενα.Αραγε θα με αναγνωρισει κανεις ή θα ξεχαστω εδώ?Κατι ψυθιριζω,μα ουτε εγω η ιδια δεν μπορω να ακουσω,δεν πειραζει μαλλον θα ηταν τοσο ασημαντο όπως εγω.Ηρθε η ωρα,το νιωθω,το κορμι μου παραδιδεται στο γλυκο πονο του θανατου και εγω ξεψυχω με το παραπονο της ορφανιας.



Το ΜονοπατιWhere stories live. Discover now