Όταν ήμουν 14 χρονών, ζούσα ολομόναχη. Δεν είχα στην κυριολεξία κανέναν. Έτσι ήμουνα από τα 5. Μέχρι τα 9, ζούσα σε μία μικρή παράγκα στην παραλία. Όμως, κάηκε. Το μόνο που μου είχε μείνει καταστράφηκε. Για λίγο καιρό έμεινα στο δρόμο, και μετά με υιοθέτησαν δύο καλοί άνθρωποι. Πέρασα καλά. Αλλά η τύχη ήταν και πάλι σκληρή απέναντί μου. Υποχρεώθηκαν να φύγουν για την Γαλλια, και δεν μπορούσαν να με πάρουν μαζί τους, δεν κατάλαβα το λόγο. Και τότε, βρήκα μία άλλη μικρή παράγκα. Εκει ζούσα μόνη μου, αν και εκείνη έμπαζε νερό όταν έβρεχε. Τα έβγαζα όμως κουτσά στραβά πέρα. Πήγαινα πολύ συχνά στο νεκροταφείο, για να δω τους τάφους των γονιών μου.
Εκείνη τη μέρα, γύριζα από το νεκροταφείο. Καθώς πήγαινα, είχα δει μία τεράστια, σκοτεινή τρύπα. Την απέφυγα, γιατί με τρόμαζε. Είχα τα μάτια μου δεκατέσσερα, γιατί δεν είχα κανένα σκοπό να πέσω εκεί. Μία πολύ όμορφη πεταλούδα, πέταγε δίπλα μου. Με ακολουθούσε για κάποιο λόγο. Κι έτσι, καθώς την κοιτούσα, το πόδι μου πάτησε στο κενό, έχασα την ισορροπία μου, και έπεσα μέσα στην βαθιά, σκοτεινή τρύπα που φοβόμουνα.
Έπεφτα για πολλή ώρα όταν προσγειώθηκα άθικτη σε ένα δωμάτιο, του οποίου ο πάτος είχε νερό. Δεν έβλεπα καλά καλά το φως. Κοίταξα μπροστά μου και είδα τρεις μεγάλους διαδρόμους, των οποίων το τέλος δεν διέκρινα καλά. Μπήκα μέσα στον πρώτο διάδρομο, αυτόν στα αριστερά μου, για να προσπαθήσω να δω το τέλος του. Δεν τα κατάφερα, έτσι γύρισα πίσω για να δω που τελείωναν οι άλλοι δύο διάδρομοι. Μα όταν γύρισα, είχαν εξαφανιστεί. Έπρεπε να μπω αναγκαστικά σε αυτόν τον διάδρομο. Άρχισα να τον διασχίζω φοβισμένη, τα βήματά μου έκαναν πολύ δυνατό ήχο στο νερό που βρισκόταν στον πάτο. Ο διάδρομος όμως ήταν σχεδόν ατελείωτος, μέχρι που πρόσεξα πως σε διάφορα σημεία έστριβε. Άρχισα να σκέφτομαι τι να κάνω. Δεν μπορούσα να περπατάω άσκοπα σε αυτόν τον μεγάλο διάδρομο, δεν θα κατέληγα πουθενά, έπρεπε κάπου να στρίψω. Πού όμως; Χωρίς να μπω μέσα στους άλλους διαδρόμους, άρχισα να τους παρατηρώ. Στο τέλος, μπήκα μέσα σε έναν διάδρομο, που μου φάνηκε πως κατέληγε σε φως. Όπως το περίμενα, δεν μπορούσα να επιστρέψω πουθενά, ο μεγάλος διάδρομος που διέσχιζα είχε μετατραπεί σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που δεν κατέληγε πια πουθενά. Συνέχισα να περπατώ στον άλλο διάδρομο. Εκεί, ξαναέστριψα κάπου, και μετά, παρατήρησα πως όπου κι αν έστριβα, έβρισκα άλλες στροφές. "Πώς στο καλό θα βγω από εδώ;" Σκέφτηκα. Κάθισα κάτω, και ξαφνικά συνηδητοποίησα πως ούτε πεινούσα, ούτε διψούσα. Οπότε, δεν είχα προς το παρών καμία δικαιολογία να μην συνεχίσω. Συνέχισα λοιπόν την περιπλάνησης μου σε ένα ατελείωτο μέρος. Μετά από πολύ ώρα, ήμουν πολύ κουρασμένη και σκέφτηκα για άλλη μία φορά να τα παρατήσω και να κάτσω εκεί, μέχρι να παιθάνω. Είδα όμως μία λάμψη φωτός σε ένα διάδρομο, και ενθουσιασμένη έτρεξα προς τα εκεί, έστριψα σε έναν άλλο διάδρομο που είχε φως, αλλά κατέληξα σε μία αδιέξοδο. Απλά τη φώτιζε λίγο ο ήλιος.
Έπεσα κάτω, και άρχισα να κλαίω θυμωμένη και λυπημένη.
YOU ARE READING
Ο λαβύρινθος της ψυχής
Short StoryΗ Αμάντα είναι ένα ορφανό κορίτσι, που βλέπει τη ζωή της σαν έναν ατελείωτο διάδρομο, χωρίς τίποτα το διαφορετικό πάνω του. Όμως ο τρόπος που βλέπει τόσο τη ζωή, όσο και την ψυχολογία της αλλάξει όταν ανεξήγητα πέσει σε έναν λαβύρινθο, οπού θα είναι...