Το πρωί ήρθε, και γέμισε το δωμάτιο με το χρυσαφένιο φως της ανατολής. Η Νάντια γύρισε για να δει το πρόσωπο του άντρα που θα πεθαίνε για χάρη του. Πριν δύο μέρες ήρθε επιστολή από τον στρατό για μια επίθεση ανταρτών βόρια των συνόρων και του ζήτησαν να πάει για να πολεμήσει. Οταν ξύπνησε ο Ντάνιελ, έσκυψε προς το μέρος της, η μύτη του έτριψε απαλά τη δική της και η Νάντια ανασήκωσε το πιγούνι της για να τη φιλήσει. Οταν τα χίλια τους συναντήθηκαν και οι γλώσσες τους άγγιξαν η μία την άλλη, ήταν σαν φιλιούνται σε εκατό διαφορετικά μέρη.
<<Μην ανησυχείς...>> της είπε.
<<Θα σε ξαναδώ ποτέ; >>
<<Οι ψυχές μας είναι ενωμένες, πάντα θα γυρνώ πίσω σε εσένα>>
Τα λόγια του σήμαιναν τα πάντα για αυτήν, τον άλλο μήνα θα παντρευόντουσαν και είχαν ήδη ξεκινήσει τις ετοιμασίες, είχαν στείλει τις προσκλήσεις και είχαν κλείσει την εκκλησία για το γάμο. Κατευθύνθηκε στη βεράντα όπου και την περίμενε ενα φλιτζάνι τσάι από τη καλύτερη υπηρέτρια στο Σάλτσμπουργκ. Η Ανταλαϊν ήταν πρώτη στη δουλειά της, οι δύο τους ήταν τόσο κοντά, σαν αδελφές, τις έλεγε τα προβλήματα της και τις εμπιστευόταν τα μεγαλύτερα μυστικά της. Παράλληλα ο Ντάνιελ έβαλε το λευκό του πουκάμισο, το καφέ παντελόνι και το καφέ ασορτί σακάκι με τα χρυσά μανικετόκουμπα και πήγε προς το μέρος της, το φως του ήλιου που αντανακλούσε πάνω στα πράσινα μάτια του, της θύμισε το πόσο όμορφος ήταν. Ακόμη και τα ανοιχτά καστανά μαλλιά του έδειχναν πιο ωραία στο φως της ανατολής.
<<Μπορείς να μου δέσεις το παπιγιόν;>> η φωνή του ήταν γλυκιά σαν μελωδία. Τόσα χρόνια και ακόμα δεν είχε μάθει να το δένει.
<<Κύριε ήρθε η άμαξα>> ήταν η Ανταλαϊν που στεκόταν πίσω απο το Ντάνιελ με το χαριτωμένο χακί φόρεμα με τους φιόγκους που της είχε δώσει. Της δάνιζε συχνά κάποια από τα φορέματα της και την φρόντιζε όσο μπορούσε. Κατέβηκαν και βγήκαν από το σπίτι ενώ μπροστά τους ξεπρόβαλε μια άμαξα την οποία οδηγούσε ένας μαυροντυμένος άντρας. Ο Ντάνιελ γύρισε και την κοίταξε με αυτά τα εκφραστικά έντονα μάτια γεμάτα ελπίδα ότι θα ξαναεπιστρέψει.
<<Αντίο για τώρα>> είπε και ήταν σίγουρη πως περίμενε μια απάντηση από μέρους της όμως δεν έβρισκε τα σωστά λόγια. Τον φίλησε, πίστεψε ότι αυτό θα τα έλεγε όλα. Οταν άνοιξε τα μάτια της αυτός είχε ήδη απομακρυνθεί και βρισκόταν μπροστά στη πόρτα της άμαξας, την κοίταξε και ήταν σχεδόν σίγουρη ότι τον είδε να κλαίει. Μπήκε μέσα και τον έβλεπε να απομακρύνεται και η απόσταση μεταξύ τους να γίνεται όλο και μεγαλύτερη.

YOU ARE READING
ΑΧ...ΚΑΙ ΝΑ ΗΤΑΝ ΟΛΑ ΑΛΛΙΩΣ
RomanceΤι γίνεται όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα περιμέναμε; Πόσα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν είχαμε περισσότερα λεφτά ή περισσότερο θάρρος να αποτρέψουμε κάποιες καταστάσεις. Ενα βιβλίο στο οποίο συγκρούονται το χρήμα και η τιμή της οικογένειας με...