Βροχή

37 5 2
                                    

Σισουλινίστικη ιστορία που σκέφτηκα και αποφάσισα να γράψω.


Περίεργο. Δεν είχε ξαναβρέξει στη Νέα Υόρκη τα τελευταία δέκα χρόνια. Κι όμως, βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο οι χοντρές σταγόνες χτυπούσαν την άσφαλτο και τη μετέτρεπαν σε ένα αφιλόξενο σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο, σχεδόν πίστεψα πως αυτό ήταν το καθημερινό κλίμα. Κανένας δεν κρατούσε ομπρέλα –πολύ αμφιβάλλω ότι υπήρχαν ομπρέλες πια. Οι ελάχιστοι άνθρωποι που περπατούσαν βιαστικά δίπλα μου δεν είχαν αντιδράσει όταν έπεσαν οι πρώτες στάλες, τώρα όμως που ξεπέρασαν την αρχική έκπληξη επικρατούσε πανικός στον σχεδόν άδειο δρόμο. Όλοι οι πεζοί προσπαθούσαν να τρέξουν χωρίς να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο με σκοπό να κρυφτούν στα στεγνά τους σπίτια και να προστατευτούν από την βροχή, λες και το ουρανοκατέβατο νερό τους ξέπλενε από τις σκέψεις των υποχρεώσεων που βασάνιζαν τους πλέον λιγοστούς κατοίκους της κάποτε αναφερόμενης ως πόλη του φωτός μεγαλούπολης. Μόνο εγώ δεν αντάλλαξα τον προορισμό μου για το ορμητήριο. Κυρίως επειδή ήξερα ότι εκείνη θα ήταν εκεί και θα με περίμενε, και ας γινόταν μούσκεμα, αλλά και διότι ο ήχος της βροχής και οι ανατριχίλες που διαπερνούσαν το σώμα μου κάθε φορά που μία από τις ψιχάλες προσγειωνόταν στα γυμνά μου χέρια ή στο πρόσωπό μου και άφηνε το υγρό της στίγμα στο χλωμό δέρμα μου με ταξίδευε δέκα χρόνια πίσω στο χρόνο.

Έχω την εντύπωση πως ήμουν σχεδόν έξι την τελευταία φορά που έβρεξε. Και ήταν νύχτα. Οι μικρές σταγονίτσες που επιτίθονταν στο τζάμι του παραθύρου μου ήταν αρκετές για να με στείλουν φοβισμένο να αναζητήσω καταφύγιο κάτω από το ζεστό πάπλωμα των γονιών μου. Παρά τις προσπάθειες μου να μην διακόψω τον ύπνο κανενός από τους δύο, ο πατέρας μου ανασηκώθηκε. Όταν κατάλαβε τι προσπαθούσα να κάνω γέλασε και με ρώτησε τι με τρόμαξε αυτή την φορά. «Τα ιπτάμενα βότσαλα θέλουν να σπάσουν το παράθυρο μου,» του είχα πει. Εκείνος με κοίταξε με περιέργεια και του έκανα νόημα να ακούσει προσεκτικά. Πετάχτηκε απότομα προσπαθώντας να σηκωθεί από το κρεβάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε και ξύπνησε τη μαμά. «Βρέχει,» της είπε. Μαγική φράση λογικά, γιατί εκείνη σηκώθηκε πιο γρήγορα από τον μπαμπά. Με πήρε στην αγκαλιά της και, ακολουθώντας τον, πέρασε το κατώφλι της εξώπορτας. Περίμενα να νιώσω πόνο, ή έστω ενόχληση, σαν με ακούμπαγε ένα από αυτά τα ουρανοκατέβατα πράγματα. Κι όμως, όταν η πρώτη σταγόνα με πέτυχε στο κεφάλι ένιωσα κρύο. Κρύο και ανακούφιση. Κοίταξα τον μπαμπά που έκανε σαν παιδί, ούρλιαζε ακατανόητα πράγματα και χοροπηδούσε. Η μαμά γελούσε. «Τι είναι αυτό;». «Νερό,» μου είπε η μαμά. «Και από πού έρχεται;». «Από κει πάνω,» μου έδειξε τον ουρανό. Ήταν ένα σκούρο και μουντό γκρι.

ΙστορίεςWhere stories live. Discover now