Κεφάλαιο 1ο.

19 3 0
                                    

Μέσα στον ύπνο μου άκουσα κάτι ουρλιαχτά και ξύπνησα απότομα. Ντύθηκα και κατέβηκα γρήγορα να δω αν η γιαγιά μου ήταν καλά. Πήγα στο δωμάτιο της και είδα το κρεβάτι της άδειο. Αμέσως κοίταξα στην κουζίνα μήπως είχε κατέβει να μου φτιάξει πρωινό. Τιποτα. Ξαφνικά την άκουσα να ουρλιάζει κάπου έξω. Έτρεξα γρήγορα στην κατεύθυνση που άκουγα να έρχεται η φωνή. Κατευθύνθηκα προς το δάσος και διέκρινα έναν μαυριδερό και γεροδεμένο άντρα να έχει την γιαγιά μου αναίσθητη στους ώμους του. Έτρεξα με όλη μου την δύναμη πίσω του. Κάποια στιγμή σταμάτησε και έκανε κάποια χειρονομία στον αέρα και εμφανίστηκε μπροστά του μια πύλη. Μπήκε μέσα με την γιαγιά μου στους ώμους του και σιγά σιγά η πύλη άρχισε να εξαφανίζεται. Ίσα που πρόλαβα και μπήκα κι εγώ και από τότε άλλαξε η ζωή μου.

Ξαφνικά βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο. Από το έρημο δάσος που ήμουν βρέθηκα σε ένα πανέμορφο και γεμάτο χρώματα δάσος. Είχα μείνει άναυδη απο την ομορφιά γυρω μου. Μόλις θυμήθηκα την γιαγιά μου, κοίταξα γύρω μου και σε μια στιγμή είδα τον μαυριδερό άντρα. Δεν ξέρω γιατί αλλά ασυναίσθητα κρύφτηκα σε ένα θάμνο μέχρι να απομακρυνθεί. Μόλις απομακρύνθηκε άρχισα κι εγώ. Ήθελα να τον ακολουθήσω. Ευτυχώς καθώς προχωρούσε δεν κοιτούσε πίσω του και μπορούσα εύκολα να τον ακολουθήσω χωρίς να χρειάζεται να κρύβομαι στην διαδρομή. Μετά απο αρκετή ώρα που περπατάγαμε άρχισε να αχνοφαίνεται μια πόλη. Πόσο όμορφη πόλη μου φάνηκε τότε σαν πρώτη εντύπωση, χωρίς να ξέρω τι θα γινόταν στο μέλλον. Προχώρησα εξαντλημένη προς τα εκεί που νόμιζα ότι πήγε ο σωματώδης άντρας καθώς τον είχα χάσει από τα μάτια μου πλέον.

Βράδιασε και ξάπλωσα στον κορμό ενός γέρικου, κούφιου δέντρου να ξεκουραστώ. Το πολύωρο αυτό περπάτημα με είχε εξαντλήσει και κούρνιασα δίπλα από τους θάμνους, ώστε να μην φαίνομαι με μια πέτρα για προσκέφαλο και την πλεκτή μου μάλλινη ζακέτα για σκέπασμα. Το πότε κοιμήθηκα, αλλά και το πότε ξύπνησα δεν το κατάλαβα. Σηκώθηκα, τεντώθηκα και θαύμασα το τοπίο. Τα πουλιά κελαηδούσαν, ο ουρανός είχε ακόμη το απαλό ροζ-μωβ χρώμα της ανατολής και η πάχνη είχε σκεπάσει "στοργικά" και από άκρη σέ άκρη την καταπράσινη έκταση γύρω μου. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο σκηνικό ποτέ μου. Πάντα πίστευα πως υπήρχαν μόνο στα βιβλία, αλλά να που τώρα το ζούσα και ήμουν μέρος του.

Χάζευα για αρκετή ώρα το μαγευτικό τοπίο, ώσπου άκουσα παιδικά γέλια να πλησιάζουν και σε λίγο παιδικές φιγούρες πρόβαλαν στην στροφή. Έτρεξα στα πιο μεγάλα δέντρα για να βρω κρυψώνα. Όλα όμως ήταν πολύ ψηλά για να σκαρφαλώσω, εκτός από ένα. Ήταν πιο κοντό από τα υπόλοιπα, αλλά ευτυχώς είχε πυκνό φύλλωμα. Ίσα που πρόλαβα να ανέβω γιατί σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα πέρασαν ακριβώς δίπλα από το βραδινό μου κατάλυμα. Έστω και αν το δέντρο μου φαινόταν κοντό αρχικά, φτάνοντας στην κορυφή μπορούσα να δω όλη την γύρω περιοχή. Από τις χιονισμένες βουνοκορφές μέχρι τα γαλαζοπράσινα νερά της θάλασσας που λαμπίριζαν στις χρυσές αχτίδες του ήλιου. Η θέα ήταν μαγευτική, αλλά έπρεπε να βιαστώ να ξαναβρώ τον γεροδεμένο άντρα και την καημένη τη γιαγιά μου...

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: May 29, 2016 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Παράλληλοι κόσμοιWhere stories live. Discover now