ΕΝΑ

1.7K 68 40
                                    

Παντου σκοταδι. Οι σκιες των δεντρων στοιχιωναν το πετρινο μονοπατι. Το θροισμα των φυλλων εκανε την καρδια της να χρυπαει δυνατα. Αυτη την φορα εκανε δωδεκα βηματα παραπανω απο την προηγουμενη. Αναρωτιονταν που βρισκοτανε. Ενιωσε τοτε καποιον να την ακουλουθει. Μια μαυρη φιγουρα.. Αρχισε τοτε να περπαταει πιο γρηγορα.
...δωδεκα... δεκατρια... δεκατεσσερα..

Καποια στιγμη, διαπιστωσε πως ετρεχε νε την καρδια της να σφυροκοπαει. Ξαφνικα σκονταψε, χανοντας την ισορροπια της. Προσγειωθηκε στο υγρο εδαφος. Ενιωσε δυο χερια να την τραβανε απο τα ποδια. Προσπαθησε να σηκωθει γραπωνοντας ο,τι εβρισκε μπροστα της. Υψωσε τα ματια της στον ουρανο και αντικρισε μια μετταλικη λαμψη απο ενα αιχμηρο αντικειμενο. Ηταν αυτο που φοβοταν.. ενα μαχαιρι, λιγα εκατοστα πανω απο το κεφαλι της.. και τοτε..
"Λουσι, σηκω επιτελους!"

Η Λουσι ανοιξε τα ματια της λαχανιασμενη. Αντικρισε το δωματιο της, ηταν ασφαλης. Παλι αυτος ο απαισιος εφιαλτης. Ενιωσε στο ιδρωνενο της προσωπο τα μαλλια της και τα εκανε στην ακρη για να δροσιστει απο το δροσερο αερακι που εμπαινε απο το παραθυρο του δωματιου της. Ακουμπησε το στηθος της και ανακουφιστηκε. Ανακαθισε στο κρεβατι και αντικρισε το ειδωλο της στον καθρεφτη.

Φαινοταν εξαντλημενη, με μαυρους κυκλους κατω απο τα ματια της. Τοσες μερες ξαγρυπνη προσπαθωντας να μην ξαναδει το ιδιο φρικτο ονειρο.

Τα καστανα σγουρα μαλλια της επεφταν ανεμελα στους ωμους της. Οι γκριζες κορες των ματιων της γυαλιζαν απο την κουραση. Τα ζυγωματικα της ηταν ιδια με του πατερα της. Ωστοσο πολλοι ελεγαν οτι εμοιαζε απιστευτα στην μητερα της.

Ομως αυτη δεν το πιστευε. Στο κατω κατω πως θα μπορουσε να της μοιαζει; Ηταν η γνωστη σε ολους Αλι Σερινταν!

Σηκωθηκε απο το κρεβατι και δοκιμασε την παλια καλοσιδερωμενη στολη που της ειχε χαρισει η μητερα της. Το κλασσικο λευκο πουκαμισο με το εβλημα της Κιμμεριας Ακαδημιας συνδιασμενο με την χαρακτηριστικη μπλε φουστα. Κατεβηκε γρηγορα τις ξυλινες σκαλες και κατευθυνθηκε πρις την κουζινα για το πρωινο. Ολος ο χωρος μυριζε μπεικον και τηγανιτα αυγα.

"Καλημερα μπαμπα!" ειπε η Λουσι στον πατερα της κοροιδευτικα, ενω εκεινος της σερβιρε μια αχνηστη τηγανιτα.
"Καλημερα Λουσι" απαντησε ο Καρτερ και της εδωσε ενα απαλο φιλι στο μετωπο.
"Βρε βρε, σηκωθηκαμε;" ειπε η Αλι βγαινοντας απο το μπανιο. Φορουσε ενα λευκο φορεμα που τονιζε τα γυμνασμενα της ποδια και το κολιε που της ειχε κανει δωρο ο Καρτερ λιγες μερες πριν, για την επετειο τους.
"Πρεπει να βιαστουμε ομως για να μην χασεις την πρωτη μερα στο καινουργιο σου σχολειο."

Η Λουσι πηρε την τηγανιτα στο χερι και κατευθυνθηκε προς την μαυρη Λαντ Ροβερ του Καρτερ.Χωθηκε στην θεση του αυτοκινητου και φορεσε τα ακουστικα της. Εγειρε το κεφαλι της στο παραθυρο και προσπαθησε να απολαυσει τη διαδρομη.

Λιγη ωρα αργοτερα ακουσε ενα βουητο. Ανακαθισε και εβγαλε τα ακουστικα. Εριξε μια ματια στα μπροστινα καθισματα, η μητερα της διαβαζε ενα βιβλιο και ο πατερας της οδηγουσε κρατωντας ενα κυπελλακι με καφε στο χερι.
"Συγγνωμη με ρωτησατε κατι;"
"Ναι σε ρωτησα πριν λιγο τι ακους" απαντησε ο Καρτερ.
"Αα! Ακουω το δευτερο μερος απο το κονσερτο του Rachmanninof" ειπε η Λουσι.
"Αχ βιρτουοζα μας. Παντως μην ανχωνεσαι για το σχολειο, σου υποσχομαι οτι θα το λατρεψεις!"
"Μπορει" απαντησε βιαστηκα. Καθισε κατω στην θεση της και εστρεψε το βλεμμα της στο συννεφιασμενο ουρανο. Ηθελε να τους δειξει οτι δεν την ενοιαζε και πολυ.

Η αληθεια ομως ηταν αλλη. Θα αφηνε πισω την παλια της ζωη για παντα. Τους φιλους της, το σπιτι της, τα μαθηματα τσελλου... θα της ελειπαν παρα πολυ ολα αυτα. Ηταν ολη της η ζωη. Παρ' ολα αυτα ομως, ειχε ακουσει τοσα πολλα απο τους γονεις της που ηθελε να το ρισκαρει λιγο.. Ηταν δικη της επιλογη να παει εκει. Η Αλι την ειχε ρωτησει εαν ηθελε αλλα θα της αλλαζε ολη η ζωη.

Το σκεφτοταν πολυ ηταν η αληθεια. Αλλα τελικα πηρε την μεγαλη αποφαση. Κιμμερια Ακαδημια, σου ερχομαστε.


Νυχτερινο Σχολειο 6: Η Νεα ΓενιαWhere stories live. Discover now