Κεφάλαιο Ι

648 142 89
                                    


Ο πρωινός ήλιος έκαιγε μάταια μέσα στο κρύο το Οκτώβρη. Η καμπίνα του μικρού φέριμποτ ήταν απολύτως παγωμένη. Εκεί δίπλα στο φινιστρίνι, κουλουριασμένος, με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στο τζάμι περίμενα την άφιξή μου στο νησί. Όλα τα πράγματά μου αγκαλιά μήπως και έπεφτα θύμα κλοπής από τους άλλους τρεις επιβάτες του πλοίου.

Ατένιζα πέρα από τα κύματα προσπαθώντας να διακρίνω οτιδήποτε. Κάποιο σημάδι ζωής στον ξένο απέραντο ωκεανό. Ξαφνικά, ακούστηκαν τα μεγάφωνα του πλοίου. ''Άφιξη στην νήσο Σκάι σε 10 λεπτά.'' Πήρα μια βαθιά ανάσα και τότε το πρόσεξα.

Ένα δάκρυ έτρεχε στο μάγουλό μου. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω για ποιο λόγο έγινε. Ποτέ δεν κλαίω. Ένιωσα όμως την καρδία μου να καταρρέει μέσα μου. Ξαφνικά δεν άντεχα την μουντή καμπίνα του πλοίου. Τα υποτονικά φώτα, ο ήχος της μηχανής.

Πετάχτηκα από την θέση μου και έτρεξα προς την πόρτα έξω στο κατάστρωμα. Ο κρύος αέρας με χτύπησε κατακούτελα στο πρώτο μου βήμα έξω. Τότε ήταν που το αντίκρισα για πρώτη φορά. Η νήσος Σκάι, Βόρεια Σκωτία.

Η άγρια ομορφιά της ορθώνονταν μπροστά μου. Οι απόκρημνοι, ανεμοδαρμένοι λόφοι, οι γυμνοί γκρεμοί και οι τραχιές κορφές που σου κόβουν την ανάσα. Η μυρωδιά της αλμύρας και ο ήχος των κυμάτων κέντριζαν τις αισθήσεις μου. Αυτή ήταν σίγουρα η νήσος των ποιητών. Είχα έρθει στο σωστό μέρος.

Λίγο αργότερα το φέρι έστριψε στον μικρό κόλπο που βρισκόταν το χωριό Γκρίμζι, ο τελικός μου προορισμός. Καθώς αγκυροβολούσε βρήκα την ευκαιρία να τραβήξω το χωριό με την παλιά μου κάμερα. Το φιλμ είχε ακόμα χώρο. Τα ψαροκάικα μαζεμένα έμοιαζαν με θαλασσοπούλια που ξεκούραζαν τις φτερούγες τους μετά τις πτήσεις τους στο δριμύ κρύο του νησιού.

Τα σπίτια του χωριού φάνταζαν σαν ζαχαρωτά αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Μικρά και σε κάθε χρώμα της ίριδας πάσχιζαν να αποπνίξουν την μουντή ατμόσφαιρα της συννεφιασμένης μέρας.

Κατέβηκα στο μικρό λιμανάκι με το σακίδιο στην πλάτη και την κάμερα γύρω από τον λαιμό μου. Η αποβάθρα ήταν άδεια εκτός από τρεις ψαράδες που άδειαζαν τα δίχτυα τους λίγο πιο κάτω. Καθώς περπατούσα κοντά τους ψάχνοντας το κέντρο του χωριού με καλημέρισαν χαμογελώντας. Μου φάνηκε τόσο πρωτόγνωρο που πανικοβλήθηκα.

Κούνησα το κεφάλι μου και χαμογέλασα αμήχανα. Ποτέ δεν ήμουνα καλός σε αυτά τα πράγματα. Από που και ως πού χαιρετιούνται οι ξένοι; Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ την πραγματική απόσταση του χωριού αυτού από την πόλη τον ξένων που ζούσα.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Feb 26, 2017 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Clovers And SaltwaterWhere stories live. Discover now