Μπορεί η πόλη να μετρούσε κάνα μήνα από την τελευταία φορά που είδε βροχή, αλλά αυτό δεν ενδιέφερε καθόλου το Χριστινάκι, που πίνοντας τον ίδιο φραπέ στην ίδια καφετέρια για δέκατη μέρα σερί, ηδονιζόταν με κάθε like που έπαιρνε από τον κάθε άκυρο, στην φρεσκο-κοζαρισμένη της φωτογραφία στο instagram.
Σε αντίθεση με το Χριστινάκι, πολλοί ήταν αυτοί που κατέβαιναν στο κέντρο για μικρο-υποχρεώσεις. Άλλοι για να περάσουν από τη σχολή τους για τις σημειώσεις του προηγούμενου μήνα που δεν πάτησαν πόδι, άλλοι για να μοιράσουν κάνα ψευτοβιογραφικό στα μαγαζιά για το γαμώτο και άλλοι για να ψωνίσουν κάνα ρούχο ή κάνα άλλο άχρηστο μπιχλιμπίδι από αυτά που έχουν χωμένα στις ντουλάπες τους και αν κάνεις πως τις ανοίγεις,φοβάσαι μη χρειαστείς την ΕΜΑΚ για να σε απεγκλωβίσει.
Ο ήλιος (;) ντάλα, ο επιβλητικός όγκος του Ολύμπου έχει ανατέλλει εδώ και πολύ ώρα στον θαλάσσιο ορίζοντα του Θερμαϊκού και οι καφετέριες γεμάτες από διαδικτυακές -και μόνο -Famous προσωπικότητες(ξέρεις μωρέ, αυτοί που με ένα κοινό φτηνιάρικο ζευγάρι γυαλιά, κάθονται στα τραπέζια έξω έξω στο πεζοδρόμιο και σχολιάζουν τους πάντες ή κλαίγονται γιατί δεν έχουν λεφτά).
Αφού τελειώνει η κουβέντα περί κουτσομπολιού ή αφραγκίας,σηκώνουν όλοι τα I-Phone, που αγόρασαν με τα λεφτά κάποιου άλλου, και σαν δε φτάνει αυτό, ψάχνουν και τρόπο να παραγγείλουν το επόμενο πριν κυκλοφορήσει.
Στο τέλος της ημέρας, το πορτοφόλι μένει με ένα, άντε δύο, ευρώ (όσα είχε δηλαδή), αφού ο καφές ήταν κερασμένος από τον "λεφτά" της παρέας που είχε ένα ολόκληρο εικοσάρικο μαζί του. Καλά για τα τσιγάρα δε το συζητώ.. όλα τράκα από τον ίδιο.
Ωστόσο, το δράμα δεν τελειώνει εδώ. Πριν, λοιπόν, αποφασίσει κανείς να επιστρέψει στο σπιτάκι του μπαίνοντας στο κατάμεστο αστικό της γραμμής 32, που μονίμως δε πέφτει καρφίτσα,κάνει την βόλτα του φθόνου μπροστά από όλα τα καταστήματα της Τσιμισκή και πληγώνεται με το γεγονός ότι τα χρήματα του (αν φυσικά δεν κόψει εισιτήριο στο λεωφορείο) δε φτάνουν παρά μόνο για το πεντανόστιμο τσουρέκι πεντακοσίων γραμμαρίων του άρχοντα των τσουρεκιών.
Όταν όμως πέφτει η νύχτα και το ρολόι δείχνει 12, ξυπνάνε. Τα μάτια τους ανοίγουν και οι ρόλοι αντιστρέφονται. Την θέση των ανθρώπων στους πολυσύχναστους δρόμους της Θεσσαλονίκης παίρνουν οι νεκροζώντανοι που ζουν κάτω από αυτήν.
Τα θεμέλια του πολυσχολιασμένου και ανολοκλήρωτου μετρό παύουν να είναι τα σύνορα τους και ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο. Όσοι μπορούσαν δηλαδή γιατί οι περισσότεροι είχαν χάσει τουλάχιστον ένα άκρο του σώματος τους σε κάποια αρχαιολογική ανασκαφή (από αυτές που λαμβάνουν χώρα κάθε δεύτερο μήνα στην συμπρωτεύουσα). Ένας από αυτούς ήταν και ο μαγκούφης ο Χρηστάρας.
Ο Χρηστάρας (ή αλλιώς Στάρας για τους κοντινούς του φίλους) είχε ξεμείνει στην πόλη όταν έχασε την ζωή του πριν καμιά διακοσαριά χρόνια και ο μόνος λόγος που ανέβαινε προς τα πάνω ήταν για την αναζήτηση του χαμένου του χεριού.
Τι κι αν γύρισε όλα τα σοκάκια της πόλης; Τι κι αν γύρισε τον κόσμο ανάποδα; Δε βρήκε τίποτα. Το κοντινότερο σε χέρι που είχε βρει μια φορά ήταν ένα πλαστικό κονταράκι που στην άκρη του τελείωναν πέντε δάχτυλα και στο μόνο που χρησίμευε ήταν στο ξύσιμο της πλάτης.Ασχολίαστο το γεγονός ότι ο περιπτεράς ήθελε 10 ευρώ για να το σπρώξει.
Εντωμεταξύ, υπήρχε ένα διάστημα – εκεί όταν άρχισαν τα έργα του μετρό – που ο Στάρας τις έκοβε. Αν μπορούσε να χάσει τη ζωή του για δεύτερη φορά, σίγουρα θα το επιχειρούσε.
Αρχικά δεν του καιγότανε καρφί, ούτε αυτόν ούτε τους όμοιους του. Θέλανε δε θέλανε τη συνήθισαν τη φασαρία της πόλης. Από τη στιγμή όμως που ξεκίνησαν τα έργα, η κατάσταση χειροτέρεψε. Η πρώτη εκτίμηση ήθελε το μετρό να είναι έτοιμο σε μερικά χρόνια αλλά όταν εσύ κάνεις σχέδια για το μέλλον ο Θεός γελάει λένε. Λόγω αρχαίων ευρημάτων διακόπηκαν και ξανάρχισαν 20 φορές οι εργασίες.
Η κίνηση της Εγνατίας αυξήθηκε. Αυτοκίνητα, φορτηγά, ταξί,λεωφορεία. Δεν πήγαινε άλλο. Από το πολύ το κόψε-ράψε το ποτήρι γέμισε. Σαν δε έφταναν όλα αυτά, ήταν και τα ζόμπι της Αθήνας που έριχναν λάδι στη φωτιά,παίρνοντας επανειλημμένα τηλέφωνο στα της Θεσσαλονίκης για να κοροϊδέψουν.Το χιούμορ των νεκροζώντανων της Αθήνας ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ύστερα από αρκετά χρόνια υπομονής και ανοχής απέναντι στην κυβέρνηση, τα ζόμπι αποφάσισαν να ξεσηκωθούν. Μετά από μία χρονοβόρα διαδικασία προετοιμασίας,ξέσπασε η ανταρσία.
Μία ολόκληρη ομάδα από ακρωτηριασμένους σκελετούς το βράδυ μιας Κυριακής, πριν ξημερώσει Δευτέρα (εκμεταλλεύοντας το γεγονός ότι οι Δευτέρες είναι το χειρότερο του Έλληνα), επιχείρησαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να εγκατασταθούν στον επάνω κόσμο. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να τελείωνε και το ρημάδι το μετρό. Ποιος ξέρει;
Αμέτρητα ζόμπι ξεχύθηκαν σε όλους τους δρόμους,μικρούς και μεγάλους, με σκοπό να τρομοκρατήσουν τους ανθρώπους που έτρεχαν πανικόβλητοι. Εν μέρει, τα κατάφεραν. Μόνο τα κλαμπάκια δεν άδειασαν,διότι κανένας δε πήρε χαμπάρι τι παίζει έξω από το πολύ το ντάπα ντούπα.
Πριν ακόμα τελειώσει η νύχτα, η Θεσσαλονίκη είχε ερημώσει. Τα πάνω ήρθαν κάτω, ή καλύτερα... τα κάτω ήρθαν πάνω. Η παράσταση όμως δεν τελείωσε εκεί. Οι νεκροζώντανοι,που μέχρι πρότινος τους κυρίευε ένας πόθος για εκδίκηση και εξουσία, θυμήθηκαν.
Θυμήθηκαν το ολόγιομο φεγγάρι που εξακολουθούσε να φωτίζει όπως και πριν μερικά χρόνια τα σοκάκια των Κάστρων και της Άνω Πόλης. Θυμήθηκαν τους έρωτες που έζησαν σε αυτήν την μαγική πόλη. Όλα τα μυστικά της. Από τα Λαδάδικα μέχρι το Λευκό και την Καμάρα. Σε μία βόλτα του μυαλού, βυθίστηκαν και χάθηκαν σε πελάγη αναμνήσεων και νοσταλγίας. Σε αυτό το σημείο παρέδωσαν τα όπλα.
Το πρωϊ τους βρήκε στα μέρη τους.Αποφάσισαν να μην ανέβουν ποτέ ξανά,ούτε όταν το ρολόι έδειχνε δώδεκα. Ο λόγος που οδήγησε στην παράδοση των όπλων δεν ήταν άλλος παρά ο αυτονόητος.
«Μάλλον θα με κάνεις πλάκα!» έλεγε ο Στάρας για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι καινούργιοι, όταν βρισκόταν με τα φιλαράκια του και τον ρωτούσαν για την πόλη του. «Δεν είναι να μπλέκεις με την Θεσσαλονίκη. Θα ερωτευτείς και θα χάσεις το μυαλό σου.Αυτή η πόλη είναι τόσο όμορφη, που κοιτάζοντας την και ζώντας σε αυτή, τα δευτερόλεπτα μοιάζουν με μια κενή μονάδα μέτρησης, καθώς ο χρόνος χάνει πια τη σημασία του.»
Αργά ή γρήγορα όλοι την ερωτεύονται. Είτε σ' αυτή τη ζωή,είτε στην επόμενη.
YOU ARE READING
"Όταν τα κάτω ήρθαν πάνω"
HumorΣημείωση: Το περιεχόμενο του παρακάτω διηγήματος είναι καθαρά χιουμοριστικό. Δεν υπάρχει καμία πρόθεση να προσβάλει ή να θίξει κάποιον. Κατηγορία: Χιούμορ, Φαντασίας, Μεταφυσικό. Είναι αρκετά μικρό για να υπάρχει περίληψη, οπότε καλή σας ανάγνωση.