Πρόλογος

13 5 3
                                    

( Η πρώτη ιστορία δεν με άφησε ικανοποιημένη, ήταν πολύ φανταστική η ιδέα για εμένα και δεν τα κατάφερα να την συνεχείσω. Οπότε την αναίρεσα και θα την ξαναδημοσιεύσω με μία τελείως διαφορετική ιστορία)

Ρουμανία 1688.

Ο ήλιος έχει χαθεί και στην θέση του στέκετε περήφανα το ασημένιο φεγγάρι που με το φως του φωτίζει την πόλη Ρίμνικου Βίλτσεα με πλέον τον νέο ηγεμόνα της τον Κωνσταντίνο Μπρινκοβεάνο. Όλοι κοιμόντουσαν εκτός από μία γυναίκα που έτρεχε στα στενάκια της πόλης κρατόντας την κοιλιά της, ξερόγλυψε τα χείλη της μόλις είδε ένα ανοιχτό ξεχασμένο παράθυρο σε ένα από τα πολλά σπιτάκια τον φτωχών, φόρεσε την κουκούλα του μαύρου μανδύα της κρύβοντας το προσωπό της από τυχόν περίεργες ματιές και αργά μετακίνησε το παράθυρο προς τα μέσα, με ένα σάλτο βρέθηκε στο σπίτι. Με γρήγορες ματιές εντόπισε τα δωμάτια των ιδιοκτήτων του σπιτιού, άρχισε να περπατάει γοργά αλλά γατίσια, μετακίνησε την πόρτα. Τα μάτια της είχαν πάρει ένα ζοφερό κόκκινο χρώμα, αέρας έφτασε ακριβώς δίπλα από το κεφάλι της οικογενείας και πριν προλάβει να βγάλει τσιμουδιά εκείνη είχε χώσει τους αφύσικους μακριούς κυνοδοντές της στον λαιμό του θηράματος. Ο άνδρας προσπαθούσε να δραπετεύση από τη λαβή της, ώσπου σταμάτησε να παλεύει μένοντας νεκρός στην θέση του με τον τρόμο χαραγμένο στο προσωπό του. Έπειτα συνέχεισε και με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ιατρεύοντας την δίψα της.

Την επόμενη μέρα το γεγονός αυτό είχε γίνει μαθευτεί σε όλοι την Ρίμνικου Βίλτσεα, ενώ μετά από μερικές βδομάδες η γυναίκα πιάστικε, της φόρεσαν ασημένιες αλυσίδες που στόλιζαν τα χέρια της και τον λαιμό της. Οι αλυσίδες της είχαν κάψει σε άσχημο βαθμό τον λαιμό της και τους καρπούς της κανοντάς την να ουρλιάζει κάθα φορά που την τράβαγαν να περπατήσει. Την δέσαν στον ξύλινο στήλο μπορστά σε όλη την πόλη και ανάψαν φωτιά καιγοντάς την ζωντανή.

Ένας άνδρας έμεινε να την κοιτάζει για ώρες με τα χαρακτιριστικά διαφορετικά χρώματος μάτια του, ένα μισό χαμόγελο εμφανίστηκε στο προσωπό του και με τα δαχτυλά του χαμήλωσε το μαύρο του καπέλο, προχώρησε για τον σύμβουλο του Μπρινκοβεάνο, το κόκκινο πούπουλο που στόλιζε το καπέλο του ταλαντευόταν σε κάθε του βήμα. Πήγε κοντά του και ο σύμβουλος του έδωσε ένα βελούδινο μπορντό πουγκί.

<<Χάρηκα για την συνεργασία μας>>είπε ο άνδρας πηγαίνοντας προς τα κάτω το καπέλο του με νόημα, στην συνέχεια γύρισε την πλάτη στον σύμβουλο αποχωρώντας από το μέρος.

Το Μυστικο της ΠανδοραςWhere stories live. Discover now