Άνοιξε τα μάτια του καθώς τον χτυπούσε απειλιτικά το φως της ημέρας και κόρες των ματιών γίναν δύο λεπτές γραμμές σαν της γάτας. Σηκώθηκε από το ξύλινο αχυρένιο κρεβάτι του και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα βάζοντας σε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Η πόρτα άνοιξε και στο ακουσμά της ενστικτωδώς πέταξε ένα μαχαίρι από καθαρό ασήμι.
<<Νόμιζα ότι ήσουν ένα από αυτά>>απολογήθηκε μόλις είδε την αδελφή του να βρίσκετε γωνατισμένη στο πάτωμα τρομαγμένη.
<<Θα σκοτώσεις κανέναν με αυτά>>γρύλισε θυμωμένη μαζεύοντας την μπουγάδα που είχε φέρει απέξω<<Δεν μπορώ να σε καταλάβω Βίνσεντ>>
<<Μην το ξανασυζητήσουμε>>γρύλισε και ήπιε μονομιάς το περιεχόμενο του ποτηριού του.
<<Μα γιατί, είσαι το ίδιο, πως μπορείς να τους σκοτώνεις>>
<<Δεν είμαι το ίδιο με αυτά τα τέρατα άμα θες να ξέρεις>>
<<Μα...>>την διέκοψε<<Αν είναι να έρχεσε και να με πρίζεις καλύτερα να μην ξαναέρθεις>>
<<Με διώχνεις>>είπε διπλώνοντας τα χέρια της στο στομάχη της θυμωμένα.
<<Ναί Αμαλία>>
<<Καλά, να δω τι σκατά θα τρως αχάρηστε>>πέταξε το καλάθι με την μπουγάδα πάνω στον Βίνσεντ και γύρισε την πλάτη της για να φύγει. Εκείνος πετάχτηκε από την θέση του εξαγριωμένος και την έπιασε βίαια από το μπράτσο, η Αμαλία τρομαγμένη γύρισε και τον κοίταξε και το τρομαγμένο της πρόσωπο σκλήρηνε από θυμό<<Τι θα κάνεις θα με δείρεις;>>
Έμεινε για λίγο να την κοιτάει ώσπου είπε αδύναμα<<Φύγε από εδώ>>
Η αδελφλη του τράβηξε το χέρι της απότομα και χτύπησε την εξώπορτα με μίσος.Θυμωμένος έσπρωξε το ξύλινο τραπέζι από την θέση του. Αμέσως ένιωσε μία σουβλιά να διαπερνά την κοιλιά του και η δίψα του φούντωσε, γωνάτισε και άρχισε να κοπανάει το κεφάλι του στο ξύλινο δάπεδο προσπαθόντας να καλμάρει τον εαυτό του, άρχισε να ουρλιάζει από τον πόνο, κρύος υδρώτας τον έλουσε. Προσπάθησε να σηκωθεί, τα πόδια του τρέμαν, ακούμπησε την πλάτη του στον στολισμένο από υγρασία τοίχο και ένα ουρλιαχτό ξέφυγε από τα σφυγμένα δόντια του.
Έπρεπε να αποτρέψει αυτήν του την δίψα, δεν έπρεπε να γίνει σαν αυτούς, ήταν δύνατός, ήξερε ότι ήταν δύνατος, το καταπολεμούσε από τα δεκαεφτά του και τώρα ήταν τριανταδύο. Το καταπολεμούσε τόσο καιρό, αλλά τώρα ήταν αλλιώς οι πόνοι είχαν μεγαλώσει, κάθε φορά που έβγαινε εκτός ελέγχου, κανοντάς τον να μην μπορεί ούτε να αναπνεύσει.
Προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες, έπρεπε να ηρεμήσει, μέχρι που τα κατάφερε, ο πόνος στο στομάχι του υποχώρησε βγαίνοντας εκείνος για άλλη μία φορά νικητής σε αυτό το τρομερό πόλεμο που είχε δημιουργηθεί με το ίδιο του το σώμα.
Είχε βραδιάσει φόρεσε την μαύρη καμπαρντίνα του και το ίδιο χρώματος καπέλο με το κόκκινο φτερό να στέκετε περήφανο. Άρχισε να περπατάει σαν τρελός στα σκοτείνα σοκάκια της πόλης ενώ κράταγε στο δεξί του χέρι σφυχτά την βαλίστρα του. Ξαφνικά είδε ένα κοριτσάκι να στέκετε μόνο του σε ένα από τα σκοτεινά σοκάκια, σταμάτησε και το πλησίασε αργά και σταθερά. Εκείνο γύρισε και τον κοίταξε.
<<Τι κάνεις εδώ ολομόναχη;>>χαμογέλασε γλυκά.
<<Πεινάω, πεινάω πολύ, αλλά δεν μπορώ να φάω>>
<<Γιατί;>>
<<Πεινάω για αίμα, αλλά δεν θέλω να σκοτώσω κανέναν>>κλαψούρισε.
<<Δεν χρειάζετε να σκοτώσεις κανέναν>>της είπε γλυκά και γωνάτισε μπροστά της, με το αριστερό του χέρι ακούμπησε τα μαύρα μαλλιλα του κοριτσιού αρχίζοντας να τα χαϊδεύει τρυφερά<<Πρέπει να πολεμήσει με τον εαυτό σου για να μην σκοτώσεις>>της ψυθίρισε. Το κοριτσάκι τον κοίταξε με περιέργεια, άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά στην θέση του λόγου την πήρε μία τσιρίδα πόνου, κοίταξε χαμηλά τρομοκρατημένα, ένα από τα βέλοι της βαλίστρας του Κρίστιαν την είχε διαπεράσει στο στήθος. Το βέλος άρχισε να της ραγίζει το δέρμα σαν να ήταν από πορσελάνινη κούκλα. Η τσιρίδα της σώπασε έπειτα από ελάχιστα λεπτά και ο Κρίστιαν σηκώθηκε όρθιος κοιτόντας τα θρύψαλα του κοριτσιού που ήταν μαζεμένα στο πετροστρωμένο δρόμο.<<Θα υπέκυπτες, δεν μπορούσα να το επιτρέψω>>είπε στην σωρό του κοριτσιού και πατώντας τα κομμάτια της συνέχεισε την περιπλανησή του.
Σταμάτησε και κοίταξε με την άκρη του ματιού του την λεπτή φιγούρα που στεκόταν ακριβώς από πίσω του.
<<Τι δουλειά έχει ένας ασήμαντος ανθρωπάκος έξω τέτοια ώρα;>>χαμογέλασε σαγηνευτικά, έβγαλε την γλώσσα της γλύφοντας τα βαμμένα κόκκινα χείλη της. Ο Βίνσεντ δεν μίλησε και γύρισε να κοιτάξει την γυναίκα<<Μμμ, δεν είσαι τελικά και τόσο ασήμαντος>>χαΐδευσε τον λαιμό της και τα μάτια της πήραν ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Πάτησε την σκανδάλι και ένα βέλος πετάχτηκε προς το μέρος της, εκείνη με γρήγορες κινήσεις το απέφυγε και τα μάτια του Βίνσεντ άνοιξαν διάπλατα ψαχνοντάς την. Έπιασε το λαιμό του και τον δάγκωσε με τους τεράστιους μυτερούς της κυνόδοντες, εκείνος την έπιασε από τα μαλλιά με όλη του την δύναμη και την πέταξε μακριά του. Η γυναίκα ξερόγλυψε τα χείλη της καθαρίζοντας το αίμα. Ξαφνικά το σαγηνευτικό προσωπό της πήρε μορφασμό πόνου, άνοιξε το στόμα της και έφτυσε αίμα, έπεσε κάτω στο δρόμο <<Τι είσαι;>>είπε κοφτά και ένα από τα βέλι του Βίνσεντ την κάρφωσε στο στήθος, το δέρμα της έσπασε σε χίλια κομμάτια εξαφανίζοντας την γυναίκα και την θέση της έμεινε μία λευκή σκόνη σαν χώμα. Κοίταξε το σημείο που πέθανε σκεφτώμενος τηην ερωτησή της.
Άμα δεν την είχε καρφώσει με το βέλος θα πέθαινε και πάλι, αλλά γιατί;. Γιατί το αίμα του την σκότωνε;. Και τί εννοούσε με το "τι είσαι;". Τι πήγαινε λάθος με εκείνον εκτός ότι ήταν μισό τέρας;.
YOU ARE READING
Το Μυστικο της Πανδορας
FantasyΜία περιοχή της Ρουμανίας, το Ρίμνικου Βίλτσεα βρίσκετε σε κίνδυνο, ένας κυνηγός προσλαμβάνεται από τον νέο ηγεμόνα της περιοχής Μπρινκοβεάνο για να της σώσει. Κατα την διάρκεια όμως αυτής της δουλειάς ανακαλύπτει πράγματα για τον εαυτό του που δεν...