Η νεράιδα του νησιού

201 28 8
                                    

Η εποχή της έφτασε και ήταν πολύ χαρούμενη για αυτό. Αυτοί οι τρεις ζεστοι μηνες, με τον ήλιο στο ουρανό, τα τζιτζίκια στα δέντρα, το απαλό αεράκι και την θετική διαθεση των ανθρωπων, να την κανουν να περιμένει νέες περιπέτειες. Το ονομα της ηταν Έρικα. Μια νεαρη, ορφανη, μικροκαμωμενη κοπελίτσα, γεμάτη καλοσύνη και πραότητα. Παρόλο που ηταν μονη στον κόσμο, χωρίς οικογενεια ή πολλους φίλους, έβρισκε τρόπους να περνάει καλα. Καθε χρόνο, το καλοκαίρι μόλις έμπαινε ο Ιούνης, είχε την συνηθεια να επισκέπτεται ένα μαγευτικό νησί με τις παραλίες και τα τουριστικα κέντρα, γεμάτα νησιωτικά αντικείμενα, τα γνωστα souvenirs, και τις ταβέρνες με τις εξωτικές γεύσεις. Αντίθετα, τον χειμώνα ζούσε σε μια πολη γεματη καυσαερια και αγενεις ανθρωπους. Δουλευε σε ενα εργοστασιο ως υπευθυνη για τις πωλησεις, με εναν σχετικα ικανοποιητικο μισθό. Το νησί, ήταν η μόνη σκέψη που της έδινε κουραγιο, ξέροντας ότι εκει θα χαλαρώσει και θα βρει τον εαυτό της. Στο νησί ηταν γνώριμη σε όλους τους κατοίκους πια, τόσα χρόνια εξάλλου. Δίκαια την ειχαν ονομάσει " Νεράιδα" του νησιού.
Η Έρικα είχε πάντοτε μια συγκεκριμένη ημερομηνία να πηγαίνει εκεί. Δύο Ιουνίου. Μέχρι 2 Αυγούστου αυτη ηταν η καλοκαιρινή της άδεια, μακριά απο άγχος και υποχρεώσεις. Παιδάκια να την αγκαλιάζουν μόλις έφτανε στο λιμάνι, να της τραβάνε το φουστάνι και να παρακαλάνε για ένα φιλί. Εκεινη, τους χάριζε βραχιολάκια, κοχύλια και καραμέλες και στα κοριτσάκια έκανε πλεξούδες και άλλα χτενίσματα στα μαλλακια τους.
Τα απογεύματα , περνούσε τον χρόνο της στο καφενειο με τους έμπειρους παππούδες να ακούει τις ιστορίες τους και να μαθαίνει πράγματα και αληθειες για την ζωή , που δεν υπήρχε περίπτωση να μάθει αλλιώς. Όπως για παράδειγμα, το οτι νικητες δεν ειναι αυτοι που δεν χανουν ποτε, αλλα αυτοι που δεν τα παρατανε ποτέ. Όπως επίσης και το οτι στην ζωή συμβαίνουν πραγματα που δεν αλλαζουν εσενα, αλλα τον τρόπο ζωής σου. Αυτά ακουγε η Έρικα και έμαινε αφωνη. Άλλες φορες, πήγαινε σε μαγαζιά και αγόραζε διάφορα δωράκια για τους μικρούς της φίλους. Ο Αλέκος, η Βάλια, η Άννα, ο Πέτρος, ο Νικόλας, η Τάνια και ο Λάζαρος. Φυσικα δεν μπορούσαν να λείψουν και τα αξιολάτρευτα διδυμάκια. Ο Μιχάλης και η Γιώτα. Αυτά περυσι, ηταν ενος ετους άρα φέτος θα είχαν την ικανότητα να παίζουν και εκεινα με τα άλλα παιδάκια, αφού μέχρι πέρσυ παραπονιόντουσαν για το οτι δεν τους εκαναν παρέα. Η Έρικα ομως, για να τους συμπαρασταθεί, τους έπερνε αγκαλίτσα και τους έλεγε παραμυθάκια. Τους αφηγούνταν πως τους φανταζόταν όταν μεγαλώσουν. "Εσύ Μιχάλη, θα είσαι ένας ναυτης που θα χαιρετάς την αδερφούλα σου απο το μεγάλο σου καραβι και εσύ Γιώτα θα είσαι η δευτερη νεράιδα του νησιού και θα μοιράζεις λουλούδια στα κοριτσάκια εε ";
Ακούγωντας όλες αυτές τις φαντασιώσεις τα μωρά , χτυπούσαν παλαμάκια δείχνοντας οτι ήταν κατενθουσιασμένα με την ιδέα αυτή. Σε όλα τα παιδιά, η Έρικα είχε απερίγραπτη αδυναμία και κάθε φορά που έφτανε ο Αύγουστος και εκείνη θα πήγαινε στην πόλη , αυτά άρχιζαν να κλαίνε καθώς δεν μπορούσαν με τίποτα να την αποχωριστούν. Στο τέλος, κατέληγε να κλαίει και εκείνη και να τους υπόσχεται καθε φορα, ότι το επόμενο καλοκαίρι θα περάσουν ακόμα καλυτερα. Και το τηρούσε. Οι γονείς των παιδιών έμεναν απορημένοι και έκπληκτοι, με την υπομονή που είχε να τα βγάζει πέρα μόνη της με τόσα παιδιά. Πως χωρουσε τοση αγαπη στην καρδια της. Εκεινη πάντα απαντούσε : " Άμα δεν το έχεις στο αιμα σου, τζάμπα ταλαιπωρήσε. Τα παιδιά, ειναι δώρα από τον Θεό, που σε γεμίζουν με γαλήνη καθε φορά που τα αγκαλιάζεις". Μόλις έδυε ο ηλιος και το χρώμα του ουρανού σκούραινε, η Έρικα πήγαινε στην θάλασσα και ξάπλωνε στην βρεγμένη άμμο, βλέποντας τα αστέρια και τα κύματα να τις χτυπούν τα πόδια. Το μυαλό της ταξίδευε και έκανε σκέψεις που κανεις δεν ξερει τι ειδους σκέψεων ήταν αυτές. Πολλες φορές μαλιστα, την αποσυντόνιζαν στα καλα καθούμενα. Αυτό που δεν ήξερε κανείς γι'αυτήν όμως ήταν το τεράστιο μυστικό που έκρυβε βαθιά μέσα της, αρκετό καιρό τώρα. Δεν είχε δείξει κανένα σημάδι. Τίποτα. Ούτε άφηνε κανέναν να μαθει για αυτό. Προσπαθούσε τουλάχιστον!
Φέτος όμως δεν ήρθε στο νησί. Είχε πάει 6 Ιουνίου και κανένα καράβι δεν είχε φτάσει.. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει κατα ενα χρόνο και είχαν κάνει ένα σωρό προετοιμασιες για τις φετινές καλοκαιρινές τους διακοπες, όμως ανυσηχούσαν που η Έρικα δεν είχε έρθει ακομα. "Γιατι δεν ηρθε η Έρικα...λέτε να μας ξέχασε";
"Λετε να παντρευτηκε και να έφυγε μακρια με τον πρίγκιπά της"; είπε η Άννα. "Μη λες ανοησιες Άννα. Η Έρικα δεν παντρευτηκε αφου θα παντρευτει εμένα και αποκλείεται να μας παράτησε" πετάχτηκε ενοχλημένος ο Νικόλας, ερωτευμένος με την Έρικα απο την πρωτη στιγμή που την είδε. "Άσε μας βρε ερωτιάρη. Σιγα μην παντρευτει εσενα η Έρικα" απαντα ο Πέτρος. "Αγόρια σταματήστε. Εμείς ανυσηχούμε για την Έρικα και εσεις μιλάτε για γάμους, αγαπες και μπούρδες" είπε η Βάλια. "Μπούρδα είναι η αγάπη, Βάλια....Είσαι και κορίτσι" της είπε ειρωνικά παλι ο Νικόλας. Μέχρι να ερχόταν η Έρικα, αυτή ήταν η καθημερινότητα των παιδιών. Καυγάδες στο λιμάνι. Δυο μερες μετά, ένα μικρό σκάφος έφτασε στο νησι με καποιες ειδήσεις από την πόλη. Μεγαλης και μικρής ηλικίας ανθρωποι, είχαν μαζευτεί στο λιμάνι απορημένοι, αφού δεν είχαν συχνά επισκέψεις. "Τι εγινε κύριε. Πως και από το νησί μας";
"Να κυριε.....είμαι ενας εμπορος και ερχομαι απο την απέναντι πολη μεταφέροντας καποια νεα από μια γειτόνισσα".
"Νέα σε μας";
"Μαλιστα"
"Ωραια, ακούμε" απαντησε ο ιδιοκτήτης του καφενειου, ενω ταυτόχρονα καποιοι φίλοι του παρευρίσκονταν γύρω του. "Ακούστε, η γειτόνισσα που σας ελεγα είναι μια ποκύ στενη φιλη μιας κοπέλας πιυ ερχόταν εδώ...να δείτε πως μου είπε το όνομα της..."
"Μηπως....Έρικα"; είπε ενας νησιώτης που γνώριζε την Έρικα.
"Ναι, ναι, ναι Έρικα" απαντησε ο εμπορος.
"Τι εγινε, λοιπον με την Έρικα";
"Να...η Ερ...η Έρικα...βρέθηκε νεκρή στο διαμερισμα της πριν εφτά μερες καθως ετοιμαζόταν για ταξίδι...2 Ιουνίου θα ερχόταν εδώ" ανεφερε ο έμπορος. Και συνέχισε λεγοντας πως η γειτόνισσα σκεφτηκε οτι θα ηταν καλο να ενημερωθουν οι κατοικοι του νησιου, γιατι θα ηταν ντροπιαστικο να μην γνωριζουν για την καταστασή της."Οι γιατροι που την επισκέπτηκαν πριν κατι μερες, λενε πως η Έρικα έπασχε από μια σπάνια ασθενεια στους πνευμονες...μην ξεχνατε ότι ζούσε σε μια βρόμικη πόλη" ολοκλήρωσε ο έμπορος.
"Σοβαρολογείται..Μήπως την μπερδευεται με κάποια αλλη"; ρώτησε η κα Βιολάντα, σύζυγος του δημάρχου και πολύ στενη φίλη της Έρικας. "Βιολαντα εδω μιλάμε για την Έρικα...πως είναι δυνατόν να την μπερδευει ο ανθρωπος με κάποια αλλη...ποια αλλη εχει αυτο το ονομα και επισκέπτεται το νησι"της απαντησε ο σύζυγός της. "Μα..μα..κατι τοσο σοβαρό πως μου το έκρυψε...Εμενα" απόρησε παλι εκεινη, και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. "Σιγουρα αυτη θα ηταν η πιο δυσαρεστη και τελευταια περιπέτεια της" ειπε ο μικρός Λάζαρος, ο οποιος είχε γράψει ένα ολόκληρο μυθιστότημα με την ζωή της Έρικας. Καθώς πέρασαν οι μερες, όλο το νησί είχε ενημερωθεί για τον χαμό της νεράιδας τους αν και δεν μπορούσαν να το συνηδιτοποιήσουν. Ακόμα και τα διδυμάκια που δεν είχαν ξανακούσει για θάνατο, είχαν καταλαβει την σοβαρότητα της καταστασης, και εύχονταν οι ευχες που εκανε η Έρικα για αυτα, να εβγαιναν πραγματικές. Ποιος θα το περίμενε. Η Έρικα, αυτό το πλάσμα-άγγελος, γεννήθηκε, έζησε και πέθανε καλοκαίρι. Τελικά ένα είναι το συμπέρασμα. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απο το πεπρωμενο του. Κανείς!

Η Νεράιδα Του ΝησιούWo Geschichten leben. Entdecke jetzt