1

28 1 1
                                    

11 χρόνια αργότερα

Η Έλλη έδεσε τα αθλητικά παπούτσια της και σηκώθηκε. "Τελείωνε", είπε στον αδερφό της ρίχνοντας στον ώμο της μια πετσέτα θαλάσσης. "1 η ωρα".
Ο Νικηφόρος έδειξε το ρολόι με τους φωσφωρικους δείκτες πανω στο κομοδινο. "Παρα 5", απάντησε καθώς φορούσε βιαστηκα μια βερμούδα πανω, απο το μαγιο του. Κάθισε στο κρεβάτι του, κι έβαλε τα παπούτσια του στο φως του φεγγαριού που εμπενε απο το ανοιχτό παράθυρο. "Που είναι η μπλούζα μου;" μουρμουρισε κοιτώντας γύρω του.
"Κουνισου επιτέλους!" αναφώνησε εκνευρισμένη η Έλλη. "Μη φωνάζεις! Θα ξυπνήσεις τη θεία!" ψιθύρισε επειτακτικα ο αδελφός της.
Η θεια Αντιγόνη είχε ματια στην πλάτη της κι αυτιά που έπιαναν ακόμη και υπερήχους. Κοιμόταν πολύ ελαφριά και ξυπναγε με τον παραμικρό θορυβο αλλά, τουλάχιστον, έπεφτε νωρίς για ύπνο. Κάτι ηταν κι αυτό.
"Παλι θα τους στησουμε τους αλλους!" γκρινιαξε η Έλλη, μα είχε χαμηλώσει τον τόνο της φωνής της. Έτσι και τους τσακωνε η Αντιγόνη...ουτε ψύλλος στον κόρφο τους!. Αλλά ο Νικηφόρος είχε βρει την μπλούζα πεταμενη πανω στο γραφείο του και τη φόρεσε με βιαστηκες κινήσεις, ενώ η αδελφή του είχε σταυρώσει τα χέρια της στο στήθος της και χτυπούσε ρυθμικά το ποδι της στο πάτωμα.
"Έτοιμος", της είπε κανοντας ενα βήμα προς την πόρτα, και σταμάτησε απότομα. "Η πετσέτα μου!"
Γύρισε να την πάρει, ενω η Έλλη άνοιγε προσεκτικά την ψηλή άσπρη πόρτα της καμάρας τους. Καθώς κρυφοκοιταζε στον σκοτεινό διάδρομο, ένιωσε δίπλα της τον αδελφό της. Δεν τον άκουσε να πλησιάζει, δεν άκουσε καν την ανάσα του, μονάχα τον ένιωσε μ'εκεινο το βιολογικό τροπο που νιώθουν ο ένας τον άλλο οι δίδυμοι, σαν προσάρτημα του εαυτού τους.
Βγήκαν στον έρημο διάδρομο κι η Έλλη έκλεισε αθόρυβα πίσω τους την πόρτα. Προχώρησαν στις μύτες των ποδιών τους, πέρνοντας απο κλειστές πόρτες. Κοντοσταθηκαν κοντά στην 3η και αφουγκραστηκαν. Ηταν το δωμάτιο της Αντιγόνης, αλλά δεν ακουγόταν τίποτα από μέσα. Η θεια τους κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.
Τα δίδυμα κοιταχτηκαν και κουνησαν το κεφάλι τους, σαν έμπειροι συνωμότες. Στα 13 τους χρόνια, ο Νικηφόρος ηταν ήδη λίγο πιο ψηλός από την αδελφη του, προς μεγαλο κακοφανισμο της, ποσο μάλλον που ήταν και πρωτότοκος. Η Έλλη ηταν η πιο ατίθαση απο τους 2, ο ινθυνων νους πίσω απο κάθε σκανταλια, και το έφερε βαρέως ο Νικηφόρος τής το επαιζε 'μεγαλος αδελφός' για να την κουρντιζει. Παρ'ολα αυτά, είχαν εκείνο τον ιδιαιτερο δεσμό που χαρακτηρίζει όλα τα δίδυμα. Μπορεί να μην έμοιαζαν σαν 2 σταγόνες νερου αφού, ηταν διζυγωτες, αλλά οι 9 μηνες μέσα στην ίδια μήτρα είχαν δημιουργησει μεταξύ τους, μια ταυτηση που συναντάς σπάνια σε αδέλφια απο διαφορετικές κυήσεις. Εξωτερικά έδειχναν σαν 2 συνηθισμένα αδέλφια, όχι τόσο στα χρωματα όσο στην κατατομή του προσώπου και τη σπαθατη κοψια του σωματος τους• οι χειρονομίες τους όμως, οι εκφράσεις και το βλέμμα τους, ακόμη κι οι αντιδράσεις τους, συνέθεταν μια ομοιότητα που καταγραφόταν στο νου πολύ πιο έντονα απο τη φυσιογνωμικη. Και το ντύσιμο τους ηταν το ίδιο, παντελόνια, βολικές μπλούζες, αθλητικά παπούτσια και μπουφάν, έτσι που τα περισσότερα ρούχα τους είναι κοινα και να τα συναλλαζουν, μέχρι πρόσφατα που ο Νικηφόρος αρχισε να ψηλώνει κι έγινε φανερο οτι σε λίγο θα χρειαζόταν ο καθένας τα δικά του ρούχα.
Τώρα όμως, καθώς διέσχιζαν το κοιμισμένο σπίτι, με τις παλιές βερμούδες και τα φανελακια τους, με τα μαλλιά τους στο ίδιο πανω-κατω μήκος, και τις πετσέτες ριγμενες στον ώμο, εύκολα κανεις θα τους περνούσε για γνήσια δίδυμα μες στο σκοτάδι.
Όταν πέρασαν μπροστά από το ατελιέ του πατέρα τους, η χαραμαδρα της πόρτας ηταν φωτισμένη. Αν και φρόντισαν να μην κανουν θόρυβο, δεν ανησύχησαν. Ο Αλέξης περνούσε το περισσότερο χρονο του στο ατελιέ του, χωρίς απαρετητα να ζωγραφίζει• μπορεί να διάβαζε την εφημερίδα του, ή ν'αγναντευε τη θάλασσα που φαινόταν πανω από τις κορυφές των δέντρων, ή να έπινε, χαμένος στις σκέψεις του. Το σίγουρο πάντως ηταν πως όταν κλεινόταν εκεί, έχανε την αίσθηση του χρονου.
Τα δίδυμα βγήκαν σαν κλέφτες απο την πόρτα της κουζίνας και προχώρησαν βιαστηκα σ'ενα μονοπάτι που χανόταν αναμεσα στα πεύκα. Εκεί, στις πυκνές σκιες κάτω από τα πρώτα δέντρα, τους περίμεναν δύο σιλουετες, παιδικές κι αυτές. Η Φιλιω και ο Αντώνης, σύντροφοί τους στο παιχνίδι και σε κάθε αταξία τους. "Αργησατε", είπε η Φιλιω μόλις έφτασαν κοντά τους. "Νομίζαμε πως δεν θα έθετε". "Παλι λες βλακειες", απάντησε ο Νικηφόρος, αλλά με μια πειρατική διάθεση που αφαιρούσε την προσβλητικοτητα των λόγων του.
Η Έλλη έδειξε τον αδελφό της σαν καταδότης. "Αυτός φταίει. Μια ζωή καθυστερημένος." "Κάτι διάβαζα και ξεχάστηκα",εξήγησε καλοβολα ο Νικηφόρος στους αλλους 2. "Δεν ξεχαστηκες! Σου είπα 1000 φορές να ετοιμαστεις, αλλά..." άρχισε η Έλλη.
"Ει, ει, για σταματηστε εσείς οι 2" παρενέβη πυροσβεστικά ο Αντώνης.
"Ξεκινάμε;", συμπλήρωσε η Φιλιω. Έπιασε από το μπράτσο τον Νικηφόρο και τον τράβηξε, βάζοντας τέλος στη συζήτηση.
Τα 4 παιδιά προχώρησαν στο μονοπάτι, κουβεντιαζοντας χαμηλόφωνα, λες και φοβόταν μην ταράξουν τον ύπνο της καλοκαιρινής νύχτας. Η ασημενια αστροφεγγιά χυνόταν σαν φωσφορική μαρμαροσκονη στον μικρό πευκώνα που, με σιγοντο το τραγούδι των τριζονιων, ανακλαδιζοταν μετα τη βαριά ζέστη της ημερας ελευθερώνοντας όλα τα μυρα, ρετσίνι,σκίνο, μυρτιά, αλμυρα και χώμα.
Παρα τη διαφορά κοινωνικής τάξης, οι 4 παιδικοι φιλοι μεγαλωναν σαν αδέλφια στο απομονωμένο κτήμα. Ο Νικηφόρος και η Έλλη, οι μικρότεροι της παρέας, ηταν τα παιδιά του κτηματία και, μόλο που δεν το είχαν συνειδητοποιήσει, κουβαλούσαν στους λεπτούς ώμους τη μελλοντική ευθύνη για την επιβίωση του πατρογονικου κτήματος. Η Φιλιω, 1 χρονο μεγαλύτερη, ηταν η κόρη του θυρωρού κι έμενε στο σπιτάκι δίπλα στην παλιά καγκελόπορτα της εισόδου του κτήματος. Κόρη• τροπος του λέγειν. Στην πραγματικότητα ηταν νόθα κι η μητέρα της η Παγώνα, η οικιακή βοηθός των Ρωμανων, είχε παντρευτεί το θυρωρό όταν η Φιλιω ηταν 3 χρονων. Ο Αντώνης, τέλος, συνομήλικος της Φιλιως, ηταν γιος ενος φτωχού ψαρά που είχε το φτωχικό του στην άκρη του χωριού, στις παρυφές της μεγαλης αμμουδιάς του κτήματος.
10 λεπτα αργότερα είχαν αφησει πίσω τους το μικρο πευκοδάσος και διέσχιζαν τον αρχαίο ελαιώνα, όταν ρώτησε ο Αντώνης:"Ποιος θα κρατήσει τα ρούχα απόψε;" "Εγώ πάντως όχι!" πετάχτηκε η Έλλη. "Τα κρατησα την προηγούμενη φορά".
"Είναι η σειρα μου", ομολόγησε μελαγχολικά ο Νικηφόρος. "Θα τα πάρω εγώ", δήλωσε αποφασιστικά η Φιλιω. "Οχι, δε θέλω", αντέδρασε εκείνος. "Και την αλλη φορά που ηταν η σειρα μου, τα πήρες εσύ."
"Μα αφού σου εξήγησα, δε μου αρέσουν οι βουτιες απο το βράχο...φοβάμαι.."
"Απο ποτε;" ρώτησε ειρωνικά η Έλλη, που δεν της είχε διαφύγει οτι η Φιλιω θυμόταν τους φόβους της μονο όταν ερχόταν η σειρα του Νικηφόρου να κρατήσει τα ρούχα τους.
Μα η Φιλιω δεν πρόλαβε ν'απαντησει γιατί εκείνη τη στιγμη ακούστηκε μια απειλητική φωνη μεσ' απ' το σκοτάδι, που τους πάγωσε το αίμα. "Τώρα σας τσακωσα! Τι κάνετε εδώ τέτοια ωρα;". Οι 4 φιλοι μαρμαρωσαν απο το φόβο τους.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Aug 02, 2016 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Ισχυρες ΑγαπεςWhere stories live. Discover now