Κεφάλαιο 31

86 22 4
                                    


H νύχτα που ακολουθεί της αποκάλυψης περνάει αργά και βασανιστικά για όλους. Οι δρόμοι του Γκριν Χάρμπορ έχουν πλημμυρίσει από την ατελείωτη βροχή που πέφτει από τον ουρά σαν πυκνά δάκρυα από μια λυπημένη μητέρα που μόλις έχασε το παιδί της. Ενώ η ατμόσφαιρα είναι από μόνη της καταθλιπτική, ο ίδιος ο καιρός συμπονά την οικογένεια Γουάιτχεντ για το κακό που τους συνέβη. Η βροχή δεν σταματάει με τίποτα, όπως δεν σταματάει και η Ίζαμπελ να κλαίει στον ώμο του συζύγου της. Έχει κλάψει τόσο πολύ που τα δάκρυα της στέρεψαν. Έχει κλάψει τόσο πολύ που τα μάτια της έχουν γίνει κατακόκκινα και η φωνή της βραχνή. Δεν έχει αντοχή ούτε να μιλήσει, αλλά ούτε να κλάψει άλλο. Ο λαιμός έχει πονέσει από τους λυγμούς και τα μάτια της από την πίεση για να τα κρατήσει κλειστά μήπως και όταν τα ανοίξει όλα θα επιστρέψουν πίσω στην πραγματικότητα.

Η ώρα είναι δύο μετά τα μεσάνυχτα και η Ίζαμπελ από την ώρα που επέστρεψαν σπίτι μόλις ο Άντριου έφυγε με τον Ντάνιελ στο περιπολικό, δεν έχει σταματήσει να κλαίει ούτε στιγμή. Η εικόνα του σοκαρισμένου Ντάνιελ να υπομένει τις κατηγορίες και του αδίστακτου Άντριου να απαγγέλλει τις κατηγορίες και να του φοράει τις χειροπέδες, δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό της. Μόλις κλείνει τα μάτια της, μπροστά της ξαναζωντανεύει εκείνη η φριχτή στιγμή. Εκείνη η στιγμή που κατέστρεψε την οικογένεια τους. Όμως όταν τα ανοίγει βλέπει δίπλα της τον εξίσου λυπημένο Πήτερ και η καρδιά της ραγίζει περισσότερο.

Και ενώ ήταν σίγουροι πως ο μονάκριβος γιος τους δεν θα μπορούσε ποτέ να διαπράξει ένα τόσο φρικτό έγκλημα – και πόσο μάλλον να σκοτώσει την ίδια του την θεία, την θεία του που αγαπούσε πάρα πολύ, τόσο πολύ που θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για αυτήν –, η σιγουριά αυτή δεν υπερτερεί του φόβου που νιώθουν και οι δύο βαθιά μέσα τους. Ένας φόβος που μπορεί να οδηγήσει – την Ίζαμπελ κυρίως – σε τρελά πράγματα. Όμως, ο Πήτερ όπως ήταν δίπλα της σε κάθε εύκολη, αλλά κυρίως σε κάθε δύσκολη στιγμή, και την παρηγορούσε και προσπαθούσε να την κάνει να νιώσει καλύτερα, έτσι και τώρα, στην πιο δύσκολη στιγμή από όλες όσες έχουν περάσει, στέκεται δίπλα της και την παρηγορεί. Δεν είναι πολλά τα λόγια που λέει, καθώς και ο ίδιος δεν μπορεί να πει πολλά λόγω της ταραχής και της αναστάτωσης που πέρασε με την σύλληψη του γιου του και την κατάρρευση της συζύγου του.

Τα λόγια σε μια τόσο δύσκολη στιγμή είναι περιττά. Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, το μόνο που είναι απαραίτητο είναι να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια και να τον πείσεις πως όλα θα πάνε καλά, ακόμα αν εσύ ο ίδιος δεν είσαι σίγουρος. Ακόμα και αν το «όλα θα πάνε καλά» σου φαίνεται μια τρομερή ειρωνεία και δεν μπορείς ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό να πείσεις ότι όντως θα πάνε καλά. Τότε είναι η στιγμή που πρέπει να πείσεις τον άλλον∙ όταν όλα δείχνουν ότι τα πράγματα θα πάνε από το κακό στο χειρότερο∙ όταν και εσύ νιώθεις ότι τα χειρότερα όχι απλά δεν πέρασαν, αλλά φέρνουν και παρέα για να μείνουν για τα καλά στο σπίτι σου. Με αυτό το βλέμμα γεμάτο σιγουριά, βεβαιότητα και μια δόση αυτοπεποίθησης, μπορείς να γιατρέψεις – αν όχι στο έπακρο, αλλά έστω και λίγο –, την στεναχώρια που αισθάνεται ο άλλος.

Ο Πήτερ και ο ίδιος δεν μπορεί να καταλάβει πως έγιναν όλα αυτά. Πώς η κάμερα έδειξε τον Ντάνιελ; Πώς; Αυτή είναι η ερώτηση που τον βασανίζει όλο το βράδυ. Αν και θέλει να φανεί αισιόδοξος, βαθιά μέσα του ξέρει πως αν πάνε στο αστυνομικό τμήμα να δουν την κασέτα που τους είπε ο Άντριου ότι δείχνει τον Ντάνιελ να κάνει αυτή την απάνθρωπη πράξη, όλα θα αλλάξουν. Κάτι μέσα του τού λέει ότι αυτό που θα αντικρίσουν την επόμενη μέρα, δεν θα είναι καθόλου καλό.

Αυτές ακριβώς είναι και οι σκέψεις της Κάσι, η οποία αν και κλεισμένη στο δωμάτιο της ολομόναχη, η σκέψη της είναι συνέχεια στον αδερφό της. Δεν μπορεί να μην τον σκέφτεται, όπως και όλοι όσοι τον αγαπάνε (και είναι πολλοί!). Τον σκέφτεται σε ένα μικρό, κρύο από την υγρασία και την μούχλα που στάζει από το ταβάνι, κελί της φυλακής και μόνο στεναχώρια της προκαλεί. Η σκέψη ότι αυτή βρίσκεται στο κρεβάτι της, ξαπλωμένη, περιτριγυρισμένη από τα μαλακά μαξιλάρια της, ενώ αυτός είναι σε εκείνο το μικρό δωματιάκι, της γεννάει πίκρα και παράλληλα θυμό. Θυμό για τον ίδιο της τον εαυτό. Για τον ίδιο της τον εαυτό που δεν μπόρεσε να προστατέψει τον αδερφό της, που τον πίεζε να έρθει σπίτι, ενώ στο πανεπιστήμιο ήταν ασφαλής και μπορούσε να ξεφύγει οπότε θελήσει. Αν δεν τον έλεγε συνέχεια να έρθει, αν δεν προκαλούσε συνέχεια την τύχη της, αν στεκόταν σε ένα σημείο και άφηνε τα πράγματα στην τύχη τους, αν έπαιρνε απόφαση ότι η θεία της πέθανε και δεν έψαχνε, αν δεν επέμενε συνέχεια να αποδείξει ότι δεν την αυτοκτονία, αλλά δολοφονία, ο αδερφός της θα ήταν ασφαλής και η αστυνομία σε ένα αδιέξοδο, χωρίς να ξέρουν προς τα που να κινηθούν. Αλλά είναι τόσο πεισματάρα που δεν μπορεί να σταματήσει. Ακόμα και στην συνομιλία της με την θεία της, η Φοίβη προσπάθησε να την σταματήσει, προσπάθησε να την πείσει να το αφήσει να περάσει, όμως η Κάσι αν δεν μπλεχτεί στα πόδια των άλλων, αν δεν ανακατευτεί εκεί που δεν χρειάζεται, δεν μπορεί να ησυχάσει. Πρέπει πάντα να φυτρώνει εκεί που δεν την σπέρνουν. Και αυτή η περιέργεια και ο ζήλος της είναι που έχουν φέρει τα πράγματα σε αυτή την κατάσταση, από την οποία μπορούν να ξεφύγουν μόνο με ένα θαύμα.

Κυνήγι Ψυχών | Η τριλογία των ψυχών: Βιβλίο Πρώτο #Wattys2016WinnerWhere stories live. Discover now