-FLASHBACK-
Έτρεχα στους σκοτεινούς δρόμους χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Απλά έτρεχα τα κεφάλι μου πονούσε, τα χέρια μου το ίδιο. Το μυαλό μου είχε θολώσει...Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως να γυρίσω πίσω. Δεν ήξερα προς τα που να κινηθώ. Δεν υπήρχε ψυχή. Ερημιά παντού. Μόνο μερικές λάμπες που τρεμόπαιζαν έτοιμες να κάνουν τα πεζοδρόμια πιο σκοτεινά και άψυχα από ότι ήταν. Όχι όχι όχι...
Πρέπει να γυρίσω πίσω. Στο σπιτάκι μου. Στους γονείς μου. Σε αυτούς που με αγαπάνε και δε με κάνουν να υποφέρω...Πρέπει πρέπει πρέπει....
-ΤΕΛΟΣ FLASHBACK-
Πετάχτηκα απότομα από το κρεβάτι. Ένιωσα κάτι υγρό να καίει τα μάγουλα μου. Έκλαιγα.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και έφερνα βόλτες στο δωμάτιο χωρίς να σταματήσουν τα δάκρυα να πέφτουν. Ξαναζούσα τα ίδια....τα ίδια όνειρα...δεν ήταν όμως μόνο απλοί εφιάλτες...ήταν η πραγματικότιτα...
Χρειαζόμουν καθαρό αέρα. Άνοιξα την ντουλάπα για να βάλω κάτι να φορέσω. Αμέσως συνιδιοτοποίησα πως ήμουν ήδη ντυμένη. Σωστά. Αφού με πήρε ο ύπνος με τα ακουστικά και τις φόρμες.
Πήρα κλειδιά, κινητό, ακουστικά και μια ζακέτα και κατευθύνθηκα σιγά προς το δωμάτιο της μαμάς μου. Άνοιξα την πόρτα και κοίταξα αν η μαμά του κοιμόταν. Ευτυχώς για μένα ναι.
Έκλεισα αθόρυβά τη πόρτα της κρεβατοκάμαρας και προχώρησα στην εξώπορτα. Βγήκα έξω, κατέβηκα τα σκαλιά της πολυκατοικίας και βγήκα έξω.
Καθαρός αέρας γέμισε τα πνευμόνια μου. Ηρέμησα κάπως, έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου και έβαλα το αγαπημένο μου τραγούδι να παίζει. Ένα ρεύμα χτύπησε το πρόσωπο μου και κατάλαβα πως αύριο θα ήμουν σίγουρα άρρωστη.
Έκλεισα τη ζακέτα μου, κάλυψα το κεφάλι μου με την κουκούλα και προχώρησα με τα χέρια στις τσέπες σκεφτόμενη όλα αυτά που μου έχουν συμβεί τις τελευταίες 24 ώρες. Η πρώτη μου μέρα στο σχολείο. Το πως με κοιτούσαν όλοι. Το συμβάν με τον καθηγητή, το αγόρι με τις μπούκλες και τα σμαραγδί μάτια, το μπλοκ ζωγραφικής του, το τηλεφώνημα που ξάφνιασε τόσο πολύ την μαμά μου, το-
?: Επ! για κοίτα πια τριγυρνάει τέτοια ώρα μόνη της...
Η φωνή που άκουσα με ανάγκασε να σηκώσω το κεφάλι μου βγάζοντας συγχρόνως το ένα μου ακουστικό. Το άτομο που αντίκρισα ορκίζομαι πως ήταν το τελευταίο που ήθελα να δω αυτή τη στιγμή.
Sam: Linda??
Τον προσπέρασα γρήγορα μη θέλωντας να τον ακούσω άλλο. Ήταν μαζί με δυο ακόμη φίλους του και φαίνονταν μεθυσμένοι.
Καθώς πέρασα από μπροστά τους ένα χέρι τυλίχτικε στο μπράτσο μου. Γύρισα στιγμιαία το κεφάλι μου και το χέρι μου προσγειώθηκε με δύναμη στο μάγουλό του.
Άρχισα ννα τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Άκουγα βήματα από πίσω μου και ήξερα πως με ακολουθούσαν. Αν με έπιαναν δεν ξέρω και γω τι θα μου έκαναν. Εμ βέβαια Linda! Είσαι ηλίθια και συ! Πια φυσιολογική 17χρονη βγαίνει έξω μόνη της στης 2 τα ξημερώματα?
Τα βήματα γίνονταν όλο και πιο έντονα. Πλησίαζαν. Έτρεχα ακόμη πιο γρήγορα.
Φώναξα για βοήθεια αλλά δυσκολευόμουν αφού είχα αρχίσει να λαχανιάζω από το τρέξιμο.
Sam: Lindaa όσο και να τρέχεις δε πρόκειται να μου ξεφύγεις...
Linda: Βοήθειααα κάποιος να με βοη-
Ένα χέρι έκλεισε το στόμα μου και με τράβηξε σε ένα μικρό και σκοτεινό στενάκι. Είδα τον Sam και τους φίλους τους να συνεχίζουν να τρέχουν. Ευτυχώς που ήταν μεθυσμένοι και δεν το καταλάβαν.
Χωρίς να προλάβω να γυρίσω δύο χέρια άγγιξαν τους ώμους μου και με ανάγκασαν να γυρίσω αναγκάζοντας με να ξανααντικρίσω αυτά τα υπέροχα μάτια.
Γειααα
Λοιπον το ξερω ειμαι απαραδεκτη που δεν εβαζα αλλα δεν προλαβαινα καθολου😞
Ελποζω να σας αρεσε αυτο το κεφαλαιακιι💘
Πλζζ πατηστε αστερακι και αν γινεται διαφημηστε λιγο την ιστορια μουυ θα με βοηθουσε πολυυ😘😘
Επομενο δε ξερω ποτε θα ανεβασω...Φιλακιαα😍😍