κεφάλαιο 4

376 38 5
                                    

Με το πρώτο φως της ημέρας άνοιξε τα μάτια του. Τεντώθηκε στο στενό ντιβάνι και πέταξε τις χοντρές κουβέρτες από πάνω του αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης γύρω. Το κορμί του πονούσε καθώς η υγρασία όλο το βράδυ του τρυπούσε τα κόκαλα. Σηκώθηκε με μιας, κι έτριψε με δύναμη τα χέρια του να τα ζεστάνει με την ανάσα του. Παρόλο που το κρύο, η υγρασία και η αποπνιχτική μυρωδιά της μούχλας δεν υπόσχονταν ευχάριστο ύπνο, ο ίδιος κοιμήθηκε πολύ καλύτερα από ότι τα τελευταία χρόνια στο κελί. Η επιστροφή του στο νησί, τον γέμιζε με μια αισιοδοξία που είχε χρόνια να νιώσει.

Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στους χώρους του σπιτιού, όπου το φως την ημέρας δεν άφηνε τίποτα κρυφό. Το σπίτι είχε τα χάλια του, χρειαζόταν αρκετή προσωπική δουλειά για να το συνεφέρει. Για μια στιγμή... μόνο για μια στιγμή πίστεψε οτι δεν θα τα κατάφερνε μα δεν άφησε τις σκέψεις του να ξεστρατίσουν. Ανασήκωσε τα μανίκια και στρώθηκε στην δουλειά.

Οι πρώτες εβδομάδες ήταν οι πιο δύσκολες. Σαν κλέφτης έβγαινε τα βράδια μέχρι το μικρό μπακάλικο αγοράζοντας ότι του ήταν απαραίτητο για τις επιδιορθώσεις του σπιτιού και το φαγητό του. Μετρούσε και ξαναμετρούσε το περιεχόμενο του πορτοφολιού του, και κάθε φορά αναστέναζε απογοητευμένος. Σύντομα θα τελείωναν και τότε θα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση.

Ακριβώς δύο εβδομάδες μετά την επιστροφή του στο χωριό τελείωσε με τις διορθώσεις του σπιτιού. Εκείνο το διάστημα έγινε χτίστης, ξυλουργός, μπογιατζής, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος όλα πέρασαν από τα χέρια του, μα δεν παραπονέθηκε στιγμή. Η μεγάλη ανταμοιβή ήταν η στιγμή που στάθηκε στην φροντισμένη πια αυλή του, και κοίταξε περήφανος το αποτέλεσμα. Μπροστά του η μικρή μονοκατοικία, άστραφτε κάτω από τον ήλιο του Οκτώβρη. Ο πετρόχτιστος τοίχος κύκλωνε το σπίτι, η σιδερένια καγκελόπορτα έκλεινε, τα παράθυρα στην θέση τους, όλα μαρτυρούσαν ζωή σε κείνη την γωνιά του χωριού.

Ο Ηλίας έτριψε το μέτωπό του ευχαριστημένος και τίναξε από πάνω του την σκόνη πριν ανοίξει την είσοδο του σπιτιού του. Τέτοια χαρά είχε να νιώσει πολλά χρόνια. Ακόμα και η αποφυλάκισή του μετά από μία δεκαετία δεν τον χαροποίησε το ίδιο. Στα δεξιά του η κουζίνα τακτοποιημένη, με τα ντουλάπια να στηρίζονται πια γερά στην θέση τους, βαμμένα, γυαλιστερά, το τραπέζι στημένο κάτω από το φωτεινό παράθυρο, τα ντιβανομπάουλα δίπλα στην αναμμένη ξυλόσομπα. Με τα χέρια στην τσέπη και το χαμόγελο να μην έχει αφήσει στιγμή το πρόσωπό του, προχώρησε και στα υπόλοιπα δωμάτια. Το μπάνιο με ζεστό νερό πλέον έτοιμο για χρήση, και τα δύο υπνοδωμάτια με τα κρεβάτια στο κέντρο τους, καθαρά και συμμαζεμένα. Το αγάπησε από την αρχή το πατρικό του, το αγάπησε γιατί τα χέρια του δούλεψαν σκληρά για να το στήσει και πάλι. «Θα ήσουν περήφανη για μένα ρε μάνα» μονολόγησε κοιτώντας την ξεθωριασμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία της που βρισκόταν κρεμασμένη στο ίδιο σημείο τα τελευταία σαράντα και βάλε χρόνια.

Γέμισε την σόμπα με ξύλα και μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε στο μικρό σπίτι κρατώντας πλέον για τα καλά το κρύο του Οκτώβρη έξω. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και ξάπλωσε το ταλαιπωρημένο του κορμί στον στενό καναπέ δίπλα στην φωτιά. Άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό να βγει από μέσα του. Το πρώτο στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του το είχε πετύχει.

Οι μέρες περνούσαν και ο Ηλίας παρέα με την μοναξιά του αφοσιώθηκε στην αγροτική και την σχεδόν ασκητική ζωή του. Πάρε δώσε με χωριανούς δεν είχε. Στις αρχές μοίρασε μερικές καλημέρες αλλά οι μισοφαγωμένες απαντήσεις που έπαιρνε κάθε φορά, τον βοήθησαν εύκολα να καταλάβει ότι οι κάτοικοι του χωριού τον κοιτούσαν με μισό μάτι. Ήταν ξένος. Δεν είχε σημασία που εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί έγινε άνδρας. Αναγκάστηκε να φύγει και έμεινε μακριά σχεδόν δέκα χρόνια.

«Μισό κιλό ρύζι κυρ Γιώργο βάλε μου» ζήτησε από τον μπακάλη και έβγαλε μερικά κέρματα στα χέρια του.

«Αυτός είναι σου λέω!» άκουσε πίσω του γυναικείους ψιθύρους μα δεν σάλεψε. Τέντωσε το αυτί του και κράτησε τα μάτια του χαμηλά. «Ο γιός της κυράς Λευτερίας, της Βαγγέλαινας!» συνέχισαν οι κουβέντες και το βλέμμα του έπιασε τον μπακάλη να παίρνει μέρος στην συζήτηση σαν να ήταν αόρατος εκείνος. «Αυτός που έκανε το φονικό δεν είναι; Τι θέλει στο χωριό μας; Τς Τς Τς».

Ο Ηλίας χαμογέλασε αχνά μα δεν μπόρεσε να αγνοήσει την ανατριχίλα που διαπέρασε το κορμί του. «Φχαριστώ» είπε βιαστικά στον Κυρ- Γιώργο, άρπαξε την σακούλα και του άφησε το αντίτιμο στο πάγκο. Βγήκε από το μαγαζί και ένιωθε ακόμα τα βλέμματα των συγχωριανών του να τον καίνε στην πλάτη. Όλα τα υπολόγισε μα όχι αυτό...

Πέρασε από την κεντρική πλατεία του χωριού και τα στόματα πήραν φωτιά. Μερικοί πιο θαρραλέοι έβγαιναν στις πόρτες των καφενείων και τον κοιτούσαν αδιάκριτα. Ο Ηλίας σήκωσε το γιακά του πιο ψηλά, κι έσφιξε περισσότερο το παλτό που φορούσε. Το κρύο τσουχτερό μα στην ψυχή του ένιωθε περισσότερο τον πάγο. Έπρεπε να το περιμένει ότι η επιστροφή του στον τόπο που γεννήθηκε δεν θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Σκότωσε έναν άνθρωπο, το πώς και το γιατί κανέναν δεν αφορούσε. Μα τα στόματα άνοιγαν και έλεγαν και έλεγαν...

Ανάσανε βαθιά τον καθαρό κρύο αέρα, και η θλίψη τρύπωσε για ακόμα μια φορά στην καρδιά του. Μα είχε μάθει στην μοναξιά. Τόσα χρόνια μόνος το πετσί του είχε σκληρύνει, η καρδιά του είχε πετρώσει, δεν θα έπρεπε να τον παραξενεύουν αυτές οι συμπεριφορές, και πόσο μάλλον να τον απογοητεύουν. Επέστρεψε στην γη που τον γέννησε για να ηρεμήσει και να γαληνέψει η ψυχή του, επέστρεψε εκεί μήπως και κατάφερνε να ξεχάσει, μήπως και γλίτωνε από τις τύψεις και τους εφιάλτες που τον έπνιγαν.

Έστριψε δεξιά από την πλατεία, και άρχισε να ανεβαίνει τον στενό ανηφορικό δρόμο που θα τον οδηγούσε στο σπίτι του. Άναψε τσιγάρο και εισέπνευσε τον καπνό βαθιά μέσα του. Σήκωσε το βλέμμα προς το ουρανό μόλις ένιωσε τις πρώτες σταγόνες τις βροχής να πέφτουν, και τάχυνε το βήμα του. 

Вы достигли последнюю опубликованную часть.

⏰ Недавно обновлено: Oct 15, 2016 ⏰

Добавте эту историю в библиотеку и получите уведомление, когда следующия часть будет доступна!

Το ΣτίγμαМесто, где живут истории. Откройте их для себя