1. Πριν την Αρχή

1.1K 58 1
                                    

      Η ώρα ήταν δύο παρά τέταρτο. Όσο οι μαθητές κοιτούσαν τα ρολόγια τους, τόσο πιο βασανιστικά κυλούσαν τα λεπτά. Η ζεστή εκείνη ημέρα του Απριλίου επιδείνωνε την κατάσταση, δημιουργώντας μεγαλύτερη απροθυμία στα παιδιά να συγκεντρωθούν στο μάθημα. Ο ηλικιωμένος καθηγητής των μαθηματικών, ο κύριος Σπυλόπουλος, με τη μακρόσυρτη, ρομποτική φωνή του και τον ατέλειωτο μονόλογό του, ερχόταν να αποτελειώσει τους ήδη μισοκοιμισμένους μαθητές. 
      Στην αριστερή σειρά, στο προτελευταίο θρανίο, καθόταν μόνος του ο Σταύρος. Στάλες ιδρώτα  γυάλιζαν στο μέτωπό του. Μύτη ελαφρώς κυρτή προς τα κατω, μάτια μελιά και χείλη γεμάτα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά του ήταν πιασμένα σε κοτσίδα. Στήριζε το κεφάλι του στη γροθιά του και κοιτούσε έξω από το παράθυρο.
      Ο νους του ταξίδευε σε φανταστικές, μελλοντικές σκηνές από την πολυαναμενόμενη τριήμερη εκδρομή της τρίτης Λυκείου. Η μεγάλη λαδί βαλίτσα του αγοριού περίμενε έτοιμη στο σπίτι για το ταξίδι της επόμενης ημέρας.
      Μόλις όμως ο Σταύρος ξεχώρισε τα κυματιστά μαλλιά της Αγγελικής ανάμεσα στα υπόλοιπα κεφάλια των συμμαθητών του, το μυαλό του άδειασε από τις σκέψεις της επικείμενης εκδρομής στο νησί. 
      Η Αγγελική είχε έρθει στο σχολείο εκείνη τη χρονιά. Τα μεταξένια μαλλιά και τα πρασινογάλανα μάτια της την καθιστούσαν μία από τις πιο εντυπωσιακές κοπέλες του σχολείου. Όσο για το καλλίγραμμο σώμα της κοπέλας, αυτό δεν χρειαζόταν προκλητικά ρούχα για να αφήνει πίσω του έκθαμβα τα αρσενικά.  Τα αγόρια την αποκαλούσαν μεταξύ τους «Καυτή Σουηδέζα».
      Ο Σταύρος είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του. Θα της την πέσω στην εκδρομή κι ας φάω χυλόπιτα. Μιλούσε αρκετά με την Αγγελική, αλλά μόνο σε φιλικό επίπεδο. Σκεφτόταν πολύ καιρό να της πει πόσο του αρέσει, μα κόμπλαρε όποτε βρισκόταν αντιμέτωπος με τα μεγάλα, σπινθηροβόλα μάτια και τη γλυκιά φωνή της.
      Ο χτύπος του κουδουνιού διέκοψε τις σκέψεις του Σταύρου και έκανε τον Κώστα από το πίσω θρανίο να πεταχτεί αναμαλλιασμένος. Τον είχε πάρει ο ύπνος. Ο κύριος Σπυλόπουλος, ξυπνώντας από τον δικό του ύπνο, χαιρέτησε τους μαθητές του, άρπαξε τη δερμάτινη τσάντα του από την έδρα και βγήκε βιαστικά από την αίθουσα. Το τσούρμο ακολούθησε τον καθηγητή προς την έξοδο. 
      Κατεβαίνοντας τη μεγάλη μαρμάρινη σκάλα, ο Σταύρος συναντήθηκε με τον Κώστα, τον Αναστάση και τη Μαρίζα. 
      «Η κατάσταση δεν παλεύεται» γκρίνιαξε ο Κώστας. «Όχι τίποτ’ άλλο, έχουμε και οχτάωρο σήμερα! Πάλι καλά που πάμε την τριήμερη αύριο, να ξεχάσουμε για λίγο τα κωλομαθήματα».
      «Τι λες;» έκανε ο Αναστάσης. «Ξεχνιούνται οι πανελλήνιες, ρε Κώστα; Και να δω τι θα γράψουμε που δεν παρακολουθούμε τίποτα όλη τη χρονιά» συνέχισε νευρικά.
      Η Μαρίζα ξεφύσησε και στραβοκοίταξε τον Αναστάση. «Σιγά, ρε Αναστάση! Πες μας τώρα ότι δεν παρακολουθούσες εσύ! Εξάλλου, τι αγχώνεσαι; Είσαι γραμμένος στο καλύτερο φροντιστήριο της Αθήνας».
      Η παρέα βγήκε στο προαύλιο. Το δυνατό φως του ήλιου έκανε τους τέσσερις φίλους να βάλουν το χέρι τους αντήλιο. Παλιές μουντόχρωμες πολυκατοικίες περικύκλωναν το σχολείο και λίγα δέντρα ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί στην περίμετρο του προαυλίου. Κανένα παιδί δεν θα μπορούσε να περιμένει κάτι καλύτερο από ένα σχολείο στο κέντρο της πρωτεύουσας.
      Καθώς ο Σταύρος, ο Κώστας, ο Αναστάσης και η Μαρίζα προχωρούσαν μαζί κατά μήκος του προαυλίου, η τελευταία έδειχνε πιο μικρή απ’ όλους. Το μέτριο ανάστημά της και το γλυκό πρόσωπό της την έκαναν να φαίνεται τουλάχιστον δυο χρόνια μικρότερη.  Η Μαρίζα πάντα φορούσε φαρδιές βερμούδες και στενά μπλουζάκια ανοιχτού χρώματος. Εκείνη την ημέρα είχε επιλέξει ένα φιστικί κοντομάνικο.
      Ο Κώστας ήταν λίγο ψηλότερος από την κοπέλα, στο ίδιο περίπου ύψος με τον Σταύρο. Είχε πυκνά φρύδια και μονίμως μπερδεμένα μαλλιά. Στο πιγούνι του ξεπρόβαλαν μερικές τρίχες, τις οποίες ο ίδιος ήθελε να αποκαλεί μουσάκι. Περισσότερο έμοιαζαν με «αραιή διαδήλωση», όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του για να τον πειράξει.
      Ο Αναστάσης, παρόλο που καμπούριαζε ελαφρώς, συνέχιζε να είναι ο ψηλότερος της παρέας. Ο Κώστας του τόνιζε συχνά ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί με το μπάσκετ, αλλά ο Αναστάσης προτιμούσε να διαβάζει στον ελεύθερο χρόνο του. Τα μικρά, ορθογώνια γυαλιά του γλιστρούσαν κάθε τόσο στη γαμψή μύτη του. 
      Οι τέσσερις νέοι πλησίασαν τις εξέδρες, πέντε πέτρινα, ογκώδη σκαλιά, δίπλα από το γήπεδο του μπάσκετ.
      Η Μαρίζα έπιασε κοτσίδα τα σγουρά, μαύρα μαλλιά της και ξάπλωσε στο πέτρινο πεζούλι. Αφού έγειρε το κεφάλι της στα γόνατα του καθισμένου Κώστα, στράφηκε προς τον Αναστάση, ο οποίος είχε αρχίσει να φλυαρεί για τα μαθήματα.
      «Σταμάτα, ρε Αναστάση, πια! Σε διάλειμμα είμαστε. Ακόμα και τώρα τις εξετάσεις μελετάς;»
      «Καλά ντε, μη φωνάζεις, χαλάρωσε...» την στραβοκοίταξε ο Αναστάσης. 
      Ο Σταύρος χαμογέλασε και είπε: «Αυτό ξέρει να το κάνει τέλεια η Μαρίζα. Τώρα που το σκέφτομαι, πάντα χαλαρή τη θυμάμαι. Δε χαλάει τη ζαχαρένια της για τίποτα». Η Μαρίζα του χαμογέλασε.
      «Μπα, τι έγινε;» έκανε δήθεν ξαφνιασμένος ο Κώστας στον Σταύρο. «Επανήλθες στον κόσμο μας;».
      «Ε;  Τι εννοείς;»
      «Είσαι συνέχεια αλλού» εξήγησε ο Κώστας. «Αφηρημένος».
      «Αφού σου αρέσει τόσο η Αγγελική, γιατί δεν πας να της μιλήσεις;» ρώτησε η Μαρίζα τον Σταύρο μειδιώντας.
      Ο Σταύρος ξαφνιάστηκε. «Μα πώς...»
      «Έλα τώρα! Όλα τα αγόρια αυτήν γουστάρουνε!» πετάχτηκε ο Κώστας. 
      «Ναι, αλλά πως κατάλαβες ότι τώρα σκέφτομαι αυτήν;» ρώτησε ο Σταύρος απευθυνόμενος στην φίλη του. 
      «Από το απλανές βλέμμα που είχες τόση ώρα. Και ξέρω ότι είναι η Αγγελική που σκέφτεσαι, όχι γιατί την θέλουν όλοι, αλλά γιατί σε έχω δει πώς την κοιτάς... Κατ’ αρχήν, κάθε φορά που της μιλάς γίνεσαι κατακόκκινος!».
      Ο Σταύρος ευχήθηκε να μην κοκκινίσει ούτε εκείνη τη στιγμή. Από την αντίδραση του Κώστα όμως, δε φάνηκε ότι έπιασε τόπο η ευχή του.
      «Όπα!» αναφώνησε ο Κώστας ενθουσιασμένος. «Τι είναι αυτό το έξαλλο χρωματάκι που πήρανε τα μάγουλά σου; Απ’ όσο θυμάμαι ρουζ δε συνηθίζεις να φοράς, άρα… Αγόρι μου, εσένα δεν σου αρέσει απλά, εσύ έχεις φάει κόλλημα! Α... δεν μας τα είπες αυτά!».
      «Ηρέμησε ρε… Απλά μου αρέσει. Τι κόλλημα μου τσαμπουνάς και βλακείες;». Ο Σταύρος προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο για να υπερασπίσει τον εαυτό του. «Τότε δηλαδή που η Μαρίζα τα είχε με τον Λάμπη, έτσι δεν ήταν κι εκείνη;».
      Με το άκουσμα του ονόματος, το πρόσωπο της Μαρίζας πήρε μια έκφραση απέχθειας.
      «Τώρα τι μου τον θύμισες αυτόν;». 
      «Ναι, καλά λέει!  Τι μας τον θύμισες;» του φώναξε ο Κώστας τρίβοντας την μύτη του.
      Ο Λάμπης ήταν ένα παιδί αφύσικα φουσκωτό, δύο χρόνια μεγαλύτερός τους. Μετά από πολλές προσπάθειες, είχε καταφέρει να ρίξει τη Μαρίζα. Στο πάρτι των γενεθλίων της, την είδε να αγκαλιάζει τον Κώστα, ο οποίος εντελώς φιλικά της ευχήθηκε με αυτόν τον τρόπο τα χρόνια πολλά. Καθώς ο Λάμπης δε χαρακτηριζόταν ούτε από εξυπνάδα ούτε από υπομονή, δεν άργησε να γίνει το κακό. Τα δύο αγόρια πιάστηκαν στα χέρια. Ο Κώστας έφαγε μια γερή μπουνιά στη μύτη, μπροστά σε όλους τους καλεσμένους. Η Μαρίζα χώρισε με τον Λάμπη το ίδιο βράδυ. 
      «Ακόμα έχει μία κλίση προς τα δεξιά εξαιτίας του» παραπονέθηκε ο Κώστας, χαϊδεύοντας τη μύτη του, σάμπως ήταν ένα αβοήθητο ζωάκι που πέρασε τα χειρότερα δεινά του κόσμου. 
      Η Μαρίζα αγνόησε το σχόλιο και συνέχισε την προηγούμενη συζήτηση. 
      «Όχι Σταύρο, τότε που τα είχα με τον Λάμπη δεν είχε καμία σχέση με αυτό που νιώθεις. Με θυμάσαι ποτέ να μην σας μιλάω και να κοιτάω στο άπειρο συνεχώς;»
      «Δηλαδή σας ενοχλεί αυτό;» ρώτησε ο Σταύρος. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με την ανάκριση.
      «Όχι, βέβαια! Ποιος είπε κάτι τέτοιο; Απλά δεν καταλαβαίνω γιατί δεν παραδέχεσαι ότι είσαι ερωτευμένος» του χαμογέλασε πλατιά η Μαρίζα. 
      Ο Σταύρος έγινε ξανά σαν παντζάρι.
      «Έρωτααα... Ω, Έρωτα!» τον πείραξαν τραγουδιστά ο Κώστας και ο Αναστάσης με μια φωνή.
      «Ελάτε ρε, κόφτε το...» έκανε ο Σταύρος ντροπιασμένος. «Αλήθεια, Μαρίζα, στην τριήμερη με ποιες θα είσαι στο δωμάτιο;» ρώτησε στην συνέχεια κάνοντας μια αδέξια προσπάθεια να αλλάξει το θέμα.
      Η Μαρίζα ανασήκωσε το φρύδι της και χαμογέλασε. «Δεν ξεφεύγεις από αυτή τη συζήτηση τόσο εύκολα, Σταυρουλάκο! Αλλά το συζητάμε άλλη φορά...
      »Όσο για αυτό που ρώτησες, τελικά τρίκλινο θα είναι το δωμάτιο. Οπότε θα είμαι με τη Μάρθα και την Κατερίνα - όπως είχαμε κανονίσει από την αρχή, δηλαδή. Πάλι καλά, γιατί μόνο με την Κατερίνα θα υπέφερα». Η Μαρίζα ακούμπησε τον δείκτη του δεξιού χεριού της στον κρόταφο και συνέχισε: «Θα πάθαινε υπερφόρτωση το μυαλό μου από τόσο κουτσομπολιό. Εσείς οι τρεις θα είσαστε μαζί, συν τον Μάριο, έτσι;»
      «Ναι» είπε ο Κώστας. Έπειτα κοίταξε τον Σταύρο και είπε: «Καλά θα περάσουμε, αρκεί αυτός να μην ροχαλίζει σαν βόδι και να κοιμηθούμε δυο – τρεις ωρίτσες».
      «Έλα που θες να κοιμηθούμε κιόλας» έκανε ο Σταύρος και έσπρωξε τον φίλο του, γελώντας.
      Ακούστηκε ο γνώριμος, μεταλλικός ήχος του κουδουνιού.  Επιστρέφοντας προς την μεγάλη σκάλα, ο Αναστάσης ανασήκωσε το χέρι του. Ήξεραν όλοι ότι επρόκειτο να μιλήσει. Οι φίλοι του πίστευαν ότι η συνήθεια αυτή είχε μείνει στον Αναστάση από το μάθημα, όπου το αγόρι σήκωνε συνεχώς το χέρι για να του δώσουν τον λόγο. Ο Κώστας είχε πει κάποτε ότι ακόμα και ομιλία να έδινε ο Αναστάσης, μόνος του δίχως άλλους ομιλητές, πριν από κάθε πρόταση θα σήκωνε την παλάμη στον αέρα μπροστά του σαν μάρτυρας που ορκίζεται στο δικαστήριο.
      «Να ρωτήσω κάτι; Ξέρετε γιατί ο Μάριος λείπει τόσες μέρες; Με τόσα διαβάσματα, δεν πρόλαβα να τον πάρω τηλέφωνο.  Θα έρθει στην εκδρομή, έτσι;»
      «Του τηλεφώνησα προχτές δύο - τρεις φορές, μα δεν απαντούσε» αποκρίθηκε ο Σταύρος και έφτιαξε καλύτερα την αλογοουρά του με ένα μαύρο λαστιχάκι.
      «Χτες δοκίμασα κι εγώ» είπε ο Κώστας, «μα δεν τον βρήκα».
      «Πέρασα και από το σπίτι του» συνέχισε με τη σειρά του ο Σταύρος, «αλλά κώλωσα να χτυπήσω κουδούνι. Ήταν καταμεσήμερο και λογικά θα κοιμούνταν οι δικοί του. Χτες βράδυ μου έστειλε μήνυμα στο κινητό πως είναι άρρωστος και αποφάσισε να κάτσει σπίτι, ώστε να είναι καλά για την τριήμερη».
      «Δηλαδή, δεν σου έγραφε τίποτα άλλο;» απόρησε η Μαρίζα. 
      «Όχι. Η αλήθεια είναι ότι μου φάνηκε κάπως ψυχρός» απάντησε ο Σταύρος.
      «Ψυχρός; Περίεργο…» είπε ο Κώστας. «Νόμιζα πως είχε πυρετό».
      «Γαργάλησέ με καλύτερα, φίλε. Δεν είχε ίχνος αστείου το λογοπαίγνιό σου» έκανε η Μαρίζα στον Κώστα και του έβγαλε περιπαιχτικά τη γλώσσα. 
      «Εγώ πάντως θα γελούσα αν το είχε πει κάποιος άλλος» είπε δήθεν θιγμένος ο Κώστας.
      Έφτασαν στον τρίτο όροφο του σχολείου και μπήκαν στην αίθουσα.
      Ένα ζευγάρι πεινασμένα μάτια περιεργαζόταν την τετραμελή παρέα. Αν ήταν στόματα, θα τους έτρεχαν τα σάλια.

2. Ας ΔειπνήσουμεWhere stories live. Discover now