Η Μέλοντι του Πολιτισμού

163 17 14
                                    

   Η Τζένι Χάναγκαν, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της ήταν το μοναδικό παιδί που ζούσε στο χωριό Έλντερβιλ. Ένα χωριό που μέχρι και το όνομά του ήταν μια σατανική σύμπτωση, μια ειρωνεία της φύσης, καθώς οι κάτοικοί του ήταν κυρίως ήσυχοι και ξεχασμένοι υπερήλικες, αλλά και μοναχικοί , χωρίς φιλοδοξίες μεσήλικες. Μέχρι και οι σπάνιοι επισκέπτες του χωριού για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήταν τουλάχιστον μεσήλικες που είτε έφευγαν αμέσως μόλις το επισκέπτονταν, ή ρίζωναν σ’ αυτό, λες και το χωριό ήταν καταραμένο, καταδικασμένο από κάποια μυστηριώδη  δύναμη να μαραζώσει και να σβήσει.

    Έτσι η Τζένι, στα δεκατρία της χρόνια,  ξεχώριζε σαν μια δροσερή σταγόνα βροχής σε μια αχανή έρημο, σαν ένα εύθραυστο λουλούδι σε ένα ακίνητο χειμωνιάτικο τοπίο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο όλοι οι συγχωριανοί της την  αγαπούσαν και τη φρόντιζαν και τους αγαπούσε και τους νοιαζόταν και αυτή. Φρόντιζε να μην τους κακοκαρδίζει, τους σεβόταν και τους άκουγε και προσπαθούσε  να περνά χρόνο με όλους τους μαθαίνοντας απ’ αυτούς και μεταδίδοντάς τους τη δροσιά της. Ήταν πάντοτε ευγενική, πρόθυμη , δοτική και χαμογελαστή, αλλά πολύ σοβαρή, ήσυχη και μελαγχολική για την ηλικία της. Πώς όμως να μην ήταν έτσι ένα παιδί που ποτέ δεν είχε παίξει με συνομήλικους, δεν είχε κάνει σκανταλιές, δεν είχε γελάσει και τρέξει ελεύθερο και πάντα ακολουθούσε τη συμβουλή της γιαγιάς του, με την οποία ζούσε, να μην κάνει φασαρία και να μην ενοχλεί ή να κουράζει τους συγχωριανούς του;

    Ναι, η Τζένι αγαπούσε το χωριό της και τους κατοίκους του, αλλά πάντοτε ένιωθε ένα ανεξήγητο κενό μέσα της, που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε και γινόταν θηλιά στο λαιμό της που την έπνιγε. Ένιωθε το ζωτικό της χώρο πολύ περιορισμένο σε σημείο που αισθανόταν  πως δε ζούσε ουσιαστικά, αλλά απλά υπήρχε, καταδικασμένη να σβήσει μαζί με το χωριό της κι αυτό της φαινόταν άδικο γιατί ένιωθε – παρά ήξερε – πως κάπου εκεί έξω, μακριά από το οροπέδιο που βρισκόταν το χωριό και γύρω από τα δάση που το περιστοίχιζαν, υπήρχαν άλλοι άνθρωποι που  ζούσαν πολύ διαφορετικά  και έκαναν πράγματα που η Τζένι ήξερε πως μπορούσε και έπρεπε να κάνει για να νιώσει ξανά ζωντανή.

    Η μόνη λοιπόν κρυφή επιθυμία της, ήταν να ξεφύγει από αυτό το μέρος που ήταν γι’ αυτήν ταυτόχρονα καταφύγιο, αλλά και φυλακή και συνάμα το μόνο σπίτι που  γνώρισε ποτέ.

    Τα πράγματα γίνονταν πάντα χειρότερα στην αποχαύνωση του καλοκαιριού που όλα έδειχναν να κινούνται με πιο αργούς ρυθμούς. Τον τελευταίο καιρό η ανιαρή καθημερινότητά της την έκανε να νιώθει άρρωστη, αποστραγγίζοντας κάθε  ίχνος ζωντάνιας και όρεξης από πάνω της και κάνοντας τη γιαγιά της να ανησυχεί για την υγεία της. Η Τζένι όμως δεν ήθελε να της αποκαλύψει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, μήπως και στενοχωρηθεί, γεγονός που την έκανε να νιώθει πιο  μόνη και απελπισμένη.

Η Μέλοντι του Πολιτισμού {GW15}Место, где живут истории. Откройте их для себя