Άγγελος Θανάτου

197 8 0
                                    

18 Απριλίου.

Περπατούσε στο σκοτάδι. Κανείς δεν ενδιαφερόταν. Όλοι περνούσαν από δίπλα του χωρίς να του δώσουν την παραμικρή σημασία. Τι στο καλό συνέβαινε? Δεν προσέχει κανένας κάποιον που περπατά νευρικά έχοντας ένα πιστόλι στο χέρι? Μήπως τελικά η Νέα Υόρκη έγινε η πόλη που παρουσιάζεται στις ταινίες? Δεν είναι πλέον μια πόλη σε διαρκή κίνηση.Μήπως το παράλογο έχει γίνει λογικό πλέον?Και όμως.

Η φωνή στο μυαλό του, του έλεγε να βγει έξω και να ψάξει. Να βρει το σωστό θύμα. Αυτή που είναι ανήθικη.  Ή αυτόν που δεν σέβεται την οικογενειά του. Ή το παιδί που παίρνει ναρκωτικά και αφήνει τους συγγενείς του μέσα στο σκοτάδι του σαλονιού τους να ανυσηχούν στις 2:00 τα ξημερώματα.

Ψάχνει να βρει αυτόν που του αξίζει ο θάνατος. Ένας άγριος, βίαιος αλλά δίκαιος θάνατος. Πρέπει να ξεκινήσει το καθάρισμα. Τον εξαγνισμό της πόλης. Της χώρας, της ηπείρου. Όλου του κόσμου. Και ο μόνος τρόπος είναι η παραδειγματική τιμωρία και όποιος δεν συμμορφωθεί θα τον περιμένει ένας θάνατος χειρότερος από τον προηγούμενο. Ένας θάνατος που κανείς δεν τον έχει φανταστεί ούτε καν στον χειρότερο εφιάλτη του.

                                                                           *************************

21 Απριλίου.

Ποιός θα φανταζόταν πως ένα πτώμα θα εμφανιζόταν με αυτόν τον τρόπο στο κέντρο της πόλης. Απλά το πέταξαν. Ψυχρά και ανελέητα κομματιασμένο, το πέταξαν από τον 12ο όροφο μιας πολυκατικίας και κανένας δεν είδε τίποτα!

Ούτε οι άλλοι ένοικοι ούτε οι απέναντι. Μα καλά.. Ούτε ένας επιχειρηματίας από το απέναντι κτήριο δεν πρόσεξε κάτι? Όλοι λατρεύουν την δουλειά τους που δεν κοιτούν έξω από το παράθυρο, σαν μια προσπάθεια να ξεφύγουν από την μίζερη ζωή τους? Ούτε ένας από αυτούς?

Με αυτές τις σκέψεις κοιτούσε η πράκτορας Μονρόε το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας. Από όσα την ενημέρωσαν οι τοπικές αρχές ήταν μια νοικοκυρά που έμενε στον 12ο όροφο της πολυκαυικίας με τον δεκάχρονο γιο της και τις αναμνήσεις του άντρα της.

Όλοι λέγαν ότι ήταν καλή γυναίκα και πως λάτρευε τον γιο της. Προσπαθούσε να του δείξει την αγάπη που δεν έλαβε από τον πατέρα του μιας και μια ζωή ήταν μεθυσμένος. Βέβαια ποτέ δεν σήκωσε χέρι πάνω τους αλλά δεν μπορούσε να τους φροντίσει κιόλας. Μόνο έπινε και φώναζε αν το φαγητό ήταν έτοιμο.

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣWhere stories live. Discover now