Όταν ο πόνος σταματά

20 8 1
                                    

Την επόμενη μέρα ο Γουίλ βγήκε βόλτα με τους δύο φίλους του, τους οποίους είχε πεθυμήσει τόσο πολύ, μετά από ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Πρώτα πήγαν σε ένα καφέ στο κέντρο της πόλης και μετά πήγαν μία βόλτα στο δάσος να κάνουν συνήθειες του παρελθόντος. Πρώτα έκαναν έναν χαλαρό περίπατο στο δάσος και ο Τζέικομπ με τον Λούκας του διηγήθηκαν της περιπέτειές τους από το καλοκαίρι, του είπαν για την ζούγκλα, για το πόσο διαφορετικό είναι το κλίμα της Αφρικής από το κλίμα της βόρειας Αμερικής, του διηγήθηκαν τις βόλτες τους με τα κανό στα ποτάμια, και του περιέγραψαν τα απίστευτα πολλά ζώα που είχαν δει στο φυσικό τους περιβάλλον. Σε γενικές βάσεις η Αφρική ήταν φανταστική για αυτούς αλλά το μόνο παράπονο είναι αυτό της μαμάς του Λούκας και επίσης η μητριά του Τζέικομπ, για τα κουνούπια και τα πολλά έντομα που είχε η Αφρική.

Ο Γουίλ μετά τους αφηγήθηκε το δικό του καλοκαίρι, το οποίο για τον ίδιο ήταν βαρετό αλλά οι φίλοι του τον κοιτούσαν με απόλυτη προσήλωση. Είχε πάει για μία εβδομάδα στα νησιά της Γαλλικής Πολυνησίας και πιο συγκεκριμένα στα νησιά Μπόρα Μπόρα, και μάλλον αυτή η εβδομάδα ήταν η πιο ενθουσιώδεις για τον Γουίλ διότι όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι το πέρασε στην πόλη κάνοντας βόλτες στα απέραντα δάση και στη τότε άψυχη πόλη, διότι δεν υπήρχε κανένας να περάσει ο Γουίλ τον χρόνο του μαζί του, όμως μια δεύτερη εβδομάδα του καλοκαιριού ήρθε η ξαδέρφη του η Εύα από τον βόρειο Καναδά για να περάσει λίγο χρόνο με τον Γουίλ. Δύο τελείως διαφορετικοί τρόποι να περάσεις το καλοκαίρι σου αλλά υπάρχουν και χειρότερα.

Όταν η συζήτηση έφτασε πάλι στην Έλσα, η καρδία του Γουίλ ξεκίνησε πάλι να πονάει. Στην αρχή πολύ λίγο και έτσι ο Γουίλ δεν έδωσε ιδιαίτερα πολύ σημασία αλλά καθώς οι φίλοι του μιλούσαν ο πόνος μεγάλωνε.

«Εγώ θεωρώ ότι δεν σε θέλει για να είσαι το αγόρι της,» είπε ο Τζέικομπ, «πιστεύω ότι απλά της γυάλισες.»

«Τι λες στον άνθρωπο, Γουίλ να ξέρεις ότι ποτέ μα ποτέ κάποιος δεν νοιώθει κάτι τόσο δυνατό άμα δεν έχει όμοια αντίδραση από το άλλο άτομο, γιατί νομίζεις αγαπάμε τόσο τους γονείς μας;» είπε ο Λούκας κάνοντάς μία ρητορική ερώτηση.

«Δεν ξέρω ρε παιδιά ίσως να μην έχει κανένας από εσάς δίκιο, ίσος να έχει δίκιο ένας από εσάς, ίσως» είπε ο Γουίλ με δυσκολία διότι τώρα πλέον ένιωθε τον πόνο στη καρδιά του τόσο δυνατά λες και κάποιος την είχε συνθλίψει στα δάκτυλα του όπως ένα κάστρο στην άμμο που το ποδοπατάν.

Τα Πνεύματα της Σελήνης Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ