|Πρόλογος|

15 3 2
                                    

20 Μαρτίου 2015

«Μάρκο, πιάσε μια μπύρα ρε». Φωνάζω για να με ακούσει. Αυτή είναι η ένατη, ή μήπως η όγδοη; Όχι όχι, η δέκατη. Τέλος πάντων δε με νοιάζει σήμερα κλείνω τα 16 και θα κάνω ότι γουστάρω.

«Έφτασε». Είπε και μου την έδωσε. Μια ξανθομάλλα με κοιτάει και χαμογελάει. Της κλείνω το μάτι και κοκκινίζει. Θα σε κανονίσω μετά εσένα. Σκέφτηκα και γέλασα. Μετά από λίγο βλέπω τους υπόλοιπους να έρχονται προς τα εδώ. Ο Μάικ, ο Pablo και ο Κρις είναι οι πρώτοι που εμφανίζονται. Με χτυπάνε ένας ένας φιλικά στην πλάτη και μου εύχονται. Το μαγαζί σιγά σιγά γέμιζε όλο και πιο πολύ και εγώ συνεχίζω να πίνω.

«Έρχομαι σε λίγο, πάω να πάρω αέρα».Λέω και ξεκινάω να πάω προς την έξοδο.

Με το που άνοιξα την πόρτα του μαγαζιού κρύος αέρας με χτύπησε. Το κεφάλι μου το αισθάνομαι τόσο βαρύ. Έκατσα σε ένα σοκάκι λίγο πιο πέρα και έτριψα τους κροταφούς μου. Μαλάκα πόσο ήπια; Έψαξα στις τσέπες μου για έναν αναπτήρα και όταν επιτέλους τον βρήκα άναψα ένα τσιγάρο. Πήρα μια γερή τζούρα και ξεφύσηξα τον καπνό. Επικρατούσε νεκρική σιγή, μόνο το βουιτό από την δυνατή μουσική ακουγόταν. Βάζω ξανά το τσιγάρο στο στόμα μου αλλά δεν προλαβαίνω να κάνω δεύτερη γιατί κάποιος με έπιασε απ' τους ώμους, πήγα να γυρίσω και ύστερα όλα μαύρα.

Τώρα.

«Κριστίνα; Ξύπνα φτάσαμε». Ακούγεται η φωνή της μητέρας μου και ανοίγω σιγά σιγά τα μάτια μου. Προσπαθώ να συνηθήσω το έντονο φως του ήλιου καθώς τεντώνομαι. Πονάνε τα κόκαλά μου. Βγαίνω απ' το αυτοκίνητο και χασμουριέμαι καθώς ρίχνω και μια ματιά γύρω μου. Καλά, το μέρος είναι ερείπιο. Ποιός βλάκας θα ήθελε να μείνει εδώ; Στην περιοχή γύρω απ' το σπίτι υπάρχουν ψηλά δέντρα και στο βάθος κάτι σαν αποθήκη; Δεν είμαι σίγουρη θα ρωτήσω μετά.

«Κριστίνα, έλα παιδί μου να δούμε το νέο μας σπίτι». Φωνάζει για άλλη μια φορά η μητέρα μου και στριφογυρίζω τα μάτια μου. Σέρνομαι μέχρι το σπίτι και κάνω μια προσπάθεια να ανοίξω την πόρτα, αλλά δεν ανοίγει. Κάνω μια δεύτερη και ούτε τώρα. Βάζω πιο πολύ δύναμη και τότε επιτέλους ανοίγει κάνοντας ένα συνεχές τρίξιμο. Τεελεια. Το σπίτι φαίνεται να υπάρχει από την εποχή του προπάππου μου. Προχωράω μέσα και υπάρχει ένας μεγάλος διάδρομος που οδηγεί στο σαλόνι. Συνεχίζω και βλέπω ότι κάποια έπιπλα υπάρχουν ήδη εκεί. Μάλλον αυτοί που έμεναν πιο πριν από εμάς θα τα άφησαν εδώ. Έστριψα και εκεί ήταν τα υπνοδωμάτια. Δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο μια κρεβατοκάμαρα, και ένα δωμάτιο που θα ήταν το δωμάτιό μου. Άνοιξα την πόρτα και άρχισα να βήχω και να δακρύζουν τα μάτια μου. Τι διάολο; Το μέρος είναι μες την σκόνη. Προσπάθησα να ηρεμήσω και όταν το κατάφερα βγήκα ξανά έξω.

Πάμε εκεί Κριστίνα μου έλεγαν. Θα είναι Καλά μου έλεγαν. Πάρτα Κριστίνα.

Μια χαρά ήμουν στο Λονδίνο. Μπορεί να μην μίλαγα με κανέναν πέρα από την κολλητή μου, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν αυτό το χάλι.

Βγήκα ξανά έξω για να βοηθήσω τους γονείς μου με τα πράγματα όταν άκουσα μια πόρτα από τα υπνοδωμάτια να κλείνει με δύναμη. Τραντάχτηκα απ' τον θόρυβο και με έβρισα σιγανά που συμφώνησα να μετακομίσουμε σε ένα μέρος σαν και αυτό. Τι το ήθελα; Μια χαρά ήμουν και εκεί.

Πέρασαν γρήγορα οι ώρες με εμένα να καθαρίζω και να μαζεύω το χάος που επικρατούσε στο δωμάτιό μου και επιτέλους τελείωσα. Έπεσα εξουθενωμένη στο κρεβάτι μου και ξεφύσηξα. Έβαλα ακουστικά και έβαλα να παίζει το αγαπημένο μου playlist. Αχ ξεκούραση επιτέλους.

Μη ξέροντας τι να κάνω έπαιζα με την άκρη της μπλούζας μου και σιγοτραγουδούσα το τραγούδι που έπαιζε. Αύριο προβλέπεται μεγάλη μέρα. Αύριο ξεκινάνε τα σχολεία και δεν ξέρω πως νιώθω γι' αυτό. Οι γονείς μου λένε ότι είναι καλό να κάνω μια νέα αρχή και να γνωρίσω καινούρια άτομα, μαλακίες

Στριφογυρίζω μια ώρα στο κρεβάτι μου προσπαθώντας να κοιμηθώ αλλά οι αμέτρητοι θόρυβοι δεν λένε να σταματήσουν.

Σηκώνομαι όλο νεύρα να δω τι στο καλό κάνει έτσι 2 τα ξημερώματα.

Περπατάω αργά προς την μεριά όπου έρχεται ο ήχος και όσο πλησιάζω δυναμώνει. Κατεβαίνω στο σαλόνι και κοιτάω γύρω μου. Τίποτα. Εκνευρίζομαι ακόμα περισσότερο ώσπου ανακαλύπτω ότι ο θόρυβος έρχεται από έξω. Ανοίγω την πόρτα σιγά σιγά και βγαίνω έξω. Περπατάω ξανά στην μεριά που ακούγεται ο θόρυβος και παρατηρώ ότι έρχεται απ' την αποθήκη. Ακουμπάω το χερούλι και προσπαθώ να ανοίξω την φθαρμένη πόρτα. Είναι κλειδωμένη. Τι διάολο; Κάνω μια ακόμη προσπάθεια και ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Πισωπάτησα και με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκα προς το σπίτι. 


|NIGHTMARE| H.S FanfictionWhere stories live. Discover now