Με αυτό το σπίτι και μεγάλη περιουσία στο όνομα της,δεν είχε να ζηλέψει τίποτα,ούτε και την ομορφιά της νιότης μιας και η ίδια ήταν η ομορφότερη κοπέλα της περιοχής.Ψηλή,μελαχρινή,με μεγάλα καστανά,εκφραστικά,αμυγδαλωτά ματιά και γλυκό χαμόγελο.Όλα αυτά,μαζί με την μεγάλη περιουσία που είχε,την έκαναν την πιο περιζήτητη νύφη της περιοχής.Η ίδια όμως είχε είδη αναγνωρίσει από μικρή ηλικία,ποιος θα είναι αυτός που θα ήθελε να συνεχίσει την ζωή της,μαζί του.Ο Γιάννης,ένα παλικάρι του χωριού,είκοσιδυο χρόνων,που του είχε χαρίσει την καρδιά της κρυφά,ένα καλοκαίρι που η ίδια ήταν μόλις δώδεκα χρόνων και τον είδε στο ποτάμι να ξεπλένει από το πρόσωπό τον ιδρώτα που δημιουργούσε η ζέστη του καλοκαιριού.Ήταν ψιλός για την ηλικία του,με σπαστά ξανθά μαλλιά και όμορφα καλοσυνάτα γαλάζια ματιά,αυτά που πρωτοείδε και της έκλεψαν την καρδιά.Τα χρόνια πέρασαν και τώρα που ήταν σε ηλικία γάμου οι δύο νέοι,άρχισαν να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους.
Αυτά σκεφτόταν η Αλεξία καθώς καθόταν και κοίταζε έξω από το παράθυρο του δωματίου της,τον αέρα που χτύπαγε με μανία τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού και την έκαναν να τρομοκρατείται,αγριεμένη όπως ήταν στην μοναξιά του μεγάλου αρχοντικού.
Ξαφνικά έξω από την καγκελόπορτα του κήπου,νόμιζε ότι είδε κάποιον να κοιτάει προς το μέρος της,αμέσως κρύφτηκε πίσω από την δαντελωτή κουρτίνα γιατί πίστεψε πως ο άγνωστος,δεν ήταν άλλος από τον Γιώργη,έναν νέο άντρα από το γειτονικό χωριό,ο οποίος την ζητούσε έντονα σε γάμο εδώ και μήνες.Η ίδια φοβόταν να του αρνηθεί γιατί είχε άσχημη φήμη αλλά ήλπιζε ότι μετά τον αρραβώνα με τον Γιάννη,δεν θα την ξαναενοχλούσε.