Το Αδιέξοδο - ΜΕΡΟΣ 1ο

26 4 0
                                    

*Το παρόν είναι προϊόν μυθοπλασίας, οποιαδήποτε ταύτιση ηρώων του έργου με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική*

Με το άκουσμα του κλειδιού στην πόρτα η Σοφία έλαβε το σήμα. Μάζεψε βιαστικά όλο το περιττό χαρτομάνι από το γραφείο της και έχωσε τα χαρτιά στο «μυστικό» ντουλάπι.

Ευθύς, άρπαξε ένα βιβλίο από το ράφι που βρισκόταν δίπλα και άνοιξε μια τυχαία σελίδα: «Το ρεύμα που είχε το κόμμα του Βενιζέλου φάνηκε και στις επόμενες εκλογές του Μαρτίου του 1922, όπου συμμετείχαν οι αρχαίες δυνάμεις... μπλα μπλα μπλα». «Μπούρδες», σκέφτηκε στρέφοντας το βλέμμα της στο πάνω μέρος της σελίδας του βιβλίου, όπου δέσποζε το πορτραίτο του πολιτικού, όχι στην αρχική του μορφή αλλά μεταποιημένο από την εικαστική παρέμβαση της Σοφίας, και τότε χαμογέλασε. Όχι, δεν του είχε ζωγραφίσει κερατάκια, ούτε μουστάκι, ούτε τίποτα από αυτά που υπήρχαν στα υπόλοιπα βιβλία ιστορίας των συμμαθητών της. Εκείνη είχε ασχοληθεί με το φόντο, και είχε ζωγραφίσει έναν κήπο, με περίτεχνα τριαντάφυλλα, φουντωτά δέντρα, λουλούδια, και τα είχε χρωματίσει. Σε αντίθεση βέβαια με τους συμμαθητές της, που είχαν εξαντλήσει κάθε χρώμα υπογραμμιστικού για να μπογιατίσουν άτσαλα κάθε πρόταση του κειμένου με διαφορετικό χρώμα, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να βρουν κόλπα που θα τους βοηθήσουν στην αποστήθιση, ίσως την αποτελεσματικότερη μέθοδο εκμάθησης που φυσικά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αναγνωρίζοντας την αδιαμφισβήτητη αξία της, εξαίρει. «Μάλλον είναι πιο έξυπνοι από μένα» μονολόγησε μελαγχολικά.

Το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας του δωματίου διέκοψε βίαια κάθε της σκέψη. Η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο και πλησιάζοντας την κόρη της, χαϊδεύοντάς της το σβέρκο που πίστευε ότι είχε σκεβρώσει ώρες σκυμμένο πάνω στο βιβλίο, είπε: «Διαβάζεις αγάπη μου; Μπράβο, μπράβο. Μην ανησυχείς για το φαγητό, θα σε φωνάξω εγώ όταν θα είναι έτοιμο, δεν χρειάζεται να διακόψεις το διάβασμά σου». «Μα φυσικά δεν χρειάζεται, οι είλωτες κάνουν διαλείμματα; Δεν κάνουν... Μην σου πω ότι θα αρχίσω να εκπαιδεύω τη φούσκα μου να κρατάει τα τσίσα περισσότερη ώρα να μην χάνω και χρόνο για να πάω στην τουαλέτα!» γρύλισε, όχι η ίδια, μα η φωνή του μυαλού της. Μέσα της έβραζε από θυμό, αγανάκτηση, πόνο μα δεν ξεστόμιζε λέξη.

Βρισκόταν σε αδιέξοδο. Και δεν είχε κανέναν δίπλα της, κανέναν που να μπορούσε να εμπιστευτεί, κανέναν που να έβλεπε φιλικό απέναντί της, περιτριγυριζόταν μόνο από εχθρούς, έναν άνδρα, μία γυναίκα, πολλές πολλές άλλες γυναίκες και λιγότερους άλλους άνδρες, τοίχους μικρούς, τοίχους μεγάλους και άπειρες τυπωμένες κόλλες χαρτί δεμένες σε βιβλία, σχολικά. Οι μη τυπωμένες ήταν άλλο πράγμα, δεν ήταν εχθροί, αλλά αφού δεν μπορούσε να τις εμπιστευτεί αφού δεν μπορούσε φανερά να κάνει παρέα μαζί τους γιατί δεν ήταν ούτε φίλοι της, μα ούτε και ανθρώπινες οντότητες. Ήταν τα άπειρα χειρόγραφα και σκίτσα που έκλεινε βιαστικά στο ντουλάπι το απαγορευμένο, εκείνο που αν άνοιγε ποτέ θα έπρεπε και η γη μετά να ανοίξει ώστε να καταπιεί την ίδια. Μα τι περίπλοκες, αχαλιναγώγητες σκέψεις, τι πνευματικός και συναισθηματικός δαίδαλος ήταν αυτός!

Σκιές κάτω από Τον ΉλιοWhere stories live. Discover now