ΠΡΟΛΟΓΟΣ

81 6 6
                                    

Νύχτωσε. Ήταν ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα και ελάχιστα αυτοκίνητα είχαν απομείνει πλέον στο δρόμο. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει και έκανε κρύο. Η παγωνιά μπορούσε να διαπεράσει τα βαριά ρούχα κάθε περαστικού, που βιαζόταν να γυρίσει σπίτι. Αν κανείς ήταν μοναχικός εκ φύσεως, εκείνο το βράδυ, θα τον μετέτρεπε σε βαθιά μελαγχολικό, σχεδόν καταθλιπτικό τύπο.

Ο Στέφανος τις τελευταίες δύο ώρες περιπλανιόταν χωρίς σκοπό. Η μελαγχολική ατμόσφαιρα της αποψινής νύχτας, δεν βοηθούσε την ήδη κακή διάθεσή του. Το εβδομαδιαίο ραντεβού με την ψυχολόγο του, κάτι που συνήθως τον βοηθούσε να ηρεμήσει και να δεί πιο θετικά την καθημερινότητά του, είχε τελειώσει νωρίς σήμερα. Παρόλο που θα έπρεπε να υπήρχε βελτίωση στην κατάστασή του, μετά από τρία ολόκληρα χρόνια συνεδριών, κάτι την τελευταία εβδομάδα τον είχε συνταράξει. Όλη η πρόοδος που είχε κάνει, είχε χαθεί. Η Μελίνα βρισκόταν στην πόλη και αυτό το ήξερε. Μόνο στην ιδέα ότι θα ερχόταν ξανά σε επαφή μαζί της, οι αναμνήσεις που με τόσο κόπο και δουλειά είχε καταπνίξει, ξεπηδούσαν μία μία στο μυαλό του. Εδώ και τρία χρόνια αγνοούσε κάθε στοιχείο για την ύπαρξή της. Είχε σχεδόν καταφέρει να την ξεχάσει. Ή έτσι νόμιζε, τουλάχιστον. Εδώ και μία βδομάδα, κάθε βράδυ έπαιζε στο μυαλό του η ίδια σκηνή. Εκείνη η νύχτα που σημάδεψε για πάντα τις ζωές και των δυο τους. Η νύχτα που είδε τη Μελίνα για τελευταία φορά και τον οδήγησε στη σημερινή του κατάσταση.

Η Μελίνα σκούπισε τα πόδια της στο χαλάκι της εξώπορτας, όπως συνήθιζε, και μπήκε στη γκαρσονιέρα των φοιτητικών της χρόνων. Το σπίτι ήταν άδειο εδώ και τρία χρόνια, μα τόσο γεμάτο από αναμνήσεις. Παντού, στο πάτωμα και στους τοίχους, υπήρχαν σκόρπια σχέδια, και απέναντι απ' το μικρό παράθυρο της κάμαρας, ένας καμβάς. Πάνω του, μισοσβησμένο από τα χρόνια, ήταν ζωγραφισμένο το πρόσωπο ενός όμορφου, νεαρού άντρα από το παρελθόν της. Πιο δίπλα βρισκόταν το στρώμα, πάνω στο οποίο, κυριολεκτικά ζούσε, όταν σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκεί κοιμόταν, έτρωγε και δημιουργούσε, ζωγραφίζοντας και εξωτερικεύοντας καθετί που την απασχολούσε σ'ένα κομμάτι χαρτί. Για τη Μελίνα, η ζωγραφική ήταν όχι μόνο ένας τρόπος έκφρασης, αλλά μια κατάθεση ψυχής. Και η ψυχή μιας πραγματικής καλλιτέχνιδας ήταν αποτυπωμένη σε κάθε ξεχασμένο σχέδιο εκείνου του δωματίου. Έξω έβρεχε, και ενώ όλοι αναζητούσαν τη ζεστασιά ενός σπιτιού, το δικό της ένιωθε να την πνίγει. Ευτυχώς, ήταν ώρα να πάει στη νέα της δουλειά. Ως σερβιτόρα σε παμπ των Εξαρχείων, ήξερε ότι θα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί. Όμως, τα λεφτά ήταν αρκετά για να συντηρηθεί προσωρινά, μέχρι την έκθεση ζωγραφικής σε τρεις μήνες. Εκεί, κυνηγώντας το όνειρό της, ήπλιζε ότι κάποιος αγοραστής θα εκτιμούσε το ταλέντο της, κι έτσι θα ξεκινούσε επιτέλους την καριέρα της ως επαγγελματίας ζωγράφος.

Ο Αχιλλέας κλείδωσε το γραφείο του και κατέβηκε στο ιδιωτικό παρκινγκ του κτηρίου που εργαζόταν. Ανέβηκε στη Harley μηχανή του και την έβαλε μπρος. Εκείνη βρυχήθηκε. Το κεφάλι του πονούσε και ήταν εξαντλημένος από τη δουλειά, δεν ένιωθε όμως έτοιμος να γυρίσει σπίτι. Γκάζωσε τη μηχανή του και δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε στα Εξάρχεια, ακριβώς έξω από το συνηθισμένο του στέκι. Την ιρλανδική παμπ με την καλύτερη μπύρα στην πόλη. Ακόμη κι όταν είχε πονοκέφαλο από τον φόρτο εργασίας, όπως απόψε, μερικά ποτήρια μπύρας στο «Little John» πάντα τον έκαναν να νιώθει καλύτερα. Ή ίσως, να μη νιώθει τίποτα. Πέρασε το κατώφλι του μαγαζιού και κάθισε στο συνηθισμένο του τραπέζι. Ο μπάρμαν τον είδε, και με ένα νεύμα μονάχα, ήξερε τι ήθελε. Ο Αχιλλέας είχε βυθιστεί για άλλη μια φορά στις σκέψεις του. Υπήρχαν τόσα πράγματα που τον βασάνιζαν και τόσα πολλά δεδομένα που έπρεπε να επεξεργαστεί. Καθημερινά, από μπροστά του περνούσαν αμέτρητες περιπτώσεις ανθρώπων με ψυχολογικά προβλήματα, άλλοτε απλά και άλλοτε πιο σύνθετα. Ήταν ένας κορυφαίος ψυχολόγος, εξαιρετικά δημοφιλής. Τα μόνα προβλήματα στα οποία αδυνατούσε να δώσει λύση τελικά, ήταν τα δικά του και το ποτό τον βοηθούσε να τα διαχειριστεί. Ξαφνικά, είδε το ποτήρι με τη μπύρα να ακουμπά στο τραπέζι μπροστά του και αυτό τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Όταν σήκωσε το βλέμμα του, από πάνω του στεκόταν μια κοπέλα που δεν είχε ξαναδεί. Πρέπει να ήταν νέα στο μαγαζί, αλλιώς θα την ήξερε. Εκείνη άφησε τη μπύρα και γύρισε στη δουλειά της, κι αυτός στις σκέψεις του. Μετά από δέκα λεπτά περίπου, άκουσε φωνές. Έψαξε με το βλέμμα του τριγύρω για να δει από πού έρχονταν. Στην άκρη του δωματίου, ένας μεγαλόσωμος άντρας κρατούσε σφιχτά τον καρπό της νεαρής σερβιτόρας και την τραβούσε βίαια πάνω του. Φώναζε και γελούσε. Η κοπέλα, έκλαιγε, αλλά όχι τόσο από φόβο, όσο από οργή. Τον έβριζε και του ζητούσε να την αφήσει ήσυχη. Ο άντρας όμως δε ήθελε να την ακούσει. Αντίθετα, την ειρωνευόταν και προσπάθησε να βάλει το χέρι του κάτω από τη φούστα της. Εκείνη τότε, τον χαστούκισε και πάλεψε να ελευθερωθεί από τη λαβή του. Τότε αυτός εξοργίστηκε και την έσπρωξε δυνατά πάνω στον πάγκο του μπαρ. Ο Αχιλλέας ένιωσε ξαφνικά το αίμα του να βράζει και σηκώθηκε από τη θέση του με σφιγμένες τις γροθιές.

{Η συνέχεια στο δεύτερο κεφάλαιο. Περιμένω με αγωνία τα σχόλιά σας και τις πρώτες εντυπώσεις σας από την ιστορία. Τα λέμε σύντομα.} Kastrator.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Nov 09, 2017 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

ΕΝΟΧΟ ΜΥΣΤΙΚΟWhere stories live. Discover now