«Καθίσατε καλά, παιδιά μου; Ελάτε, βολευτείτε κοντά στη φωτιά. Νιώστε το χάδι της θερμότητας της πορφυρής φλόγας στο δέρμα σας. Απολαύστε το κροτάλισμα των ξύλων που σπάνε κάτω από τις πύρινες γλώσσες, τη μυρωδιά του ψητού κρέατος στο τσουκάλι. Μην παίρνετε όμως τη ζεστασιά και την ασφάλεια του σπιτικού μας ως δεδομένα. Κάποτε, υπήρχε μία εποχή που όλα αυτά ανήκαν στα παραμύθια που μας έλεγαν οι δικοί μας γονείς, μήπως κι έτσι ζεστάνουν τις παγωμένες ψυχούλες μας...
»Είστε αρκετά μεγάλοι πια, Ζάντερ, Κερτ, Κλέρ, γλυκά μου παιδιά, για να ακούσετε την ιστορία που άλλαξε τον τόπο μας. Το βασίλειο του Κάρεθ δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν ήταν πάντοτε κατάμεστο με πρασινάδα, με μικρά και μεγάλα ζωντανά να κατοικούν στα απέραντα δάση, με ανθρώπους καθαρούς και χαμογελαστούς, και σπίτια γερά, γεμάτα παιδικές φωνές. Κάποτε, τη μαύρη εποχή που βασίλεψε ο Ζάβεραθ, το μόνο που υπήρχε ήταν ομίχλη και αγκάθια.
»Σίγουρα σας θυμίζει κάτι το όνομα αυτό. Οι άντρες το ψιθυρίζουνε αναμεταξύ τους τις νύχτες και οι γυναίκες, που έτυχε να το ακούσουν, μουρμουρίζουν προσευχές στους Είκοσι Θεούς για να κρατήσουν το κακό μακριά. Ο αρχιμάγιστρος ήρθε από μία άγνωστη μακρινή χώρα του Λάθραγκαρ με χρυσοποίκιλτα φορέματα, πολύτιμα διαμάντια και ένα εβένινο άλογο, όλα δώρα για τον ηγέτη μας. Στάθηκε στο πλάι του βασιλιά Φάρελ Β', και παρέμεινε εκεί, στητός και λαμπερός, με το πλεκτό γκριζωπό μούσι του, ίδιος με δικό μας ιερέα του Θεού της Ημέρας. Ο βασιλιάς ανακοίνωσε στον λαό ότι θα κρατούσε τον αρχιμάγιστρο ως συνετό σύμβουλο.
»Το βασίλειό μας ευημερούσε και η ζωή κυλούσε σαν γάργαρο ποτάμι, ώσπου, μία μέρα, εντελώς αναπάντεχα, η γη μας άρχισε να αλλάζει. Το χώμα ξεράθηκε, τα φυτά μαράζωσαν και οι σοδιές μας καταστράφηκαν. Τα ποτάμια στέρεψαν και τα πηγάδια έβγαζαν μόνο λάσπη. Θανατικό έπεσε στα δέντρα που έχασαν τα φύλλα τους παρότι πλησίαζε το θέρος. Έπειτα, τα ζώα αρρώστησαν. Τα σοκάκια της πόλης μέσα από τα τείχη του κάστρου γέμισαν με σάπια κουφάρια αδέσποτων. Η μπόχα ήταν αφόρητη. Πολλοί έφυγαν και ήρθαν εδώ, στην επαρχία, για να βρουν καλύτερες συνθήκες ζωής. Το μόνο που βρήκαν ήταν κι άλλα νεκρά ζωντανά, κοπάδια ολόκληρα. Τα πρόβατα, οι αγελάδες μας, όλα τα πουλερικά που έτρεφαν τις οικογένειες έπεφταν ένα - ένα, σαν θύματα μιας άνισης μάχης με κάποιον αόρατο εχθρό. Όπως καταλαβαίνετε, το ίδιο έγινε με τους ανθρώπους που λιμοκτόνησαν και άρχισαν να τρέφονται με ρίζες και βρόχινο νερό.

ESTÁS LEYENDO
Τα Σκοτεινά Χρονικά του Ζάβεραθ
FantasíaΜία σύντομη, αυτοτελής ιστορία για μία εποχή που σημάδεψε τον κόσμο του Λάθραγκαρ.