Ένα κρύο βράδυ πριν τα Χριστούγεννα η Cornelia έβλεπε ένα όνειρο ήταν ένα ξωτικο το οποίο την κοιτούσε και όταν εκείνη ξυπνούσε ήταν σαν να υπήρχε κάνεις στο δωμάτιο μαζί της, αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες νύχτες. Το ξωτικό που ήταν ερωτευμένο μαζί της λεγόταν Caleb μια μέρα που πέταγε στον ουρανό βλέπει κάτω στη γη μια όμορφη κοπέλα με ξανθιά μαλλιά και από τότε κάθε νύχτα έμπαινε χωρίς εκείνη να τον αντιληφθεί στο δωμάτιο της. Μια νύχτα που την Cornelia δεν την έπαιρνε ο ύπνος αποφάσισε να πάρει από την βιβλιοθήκη του σπιτιού της ένα βιβλίο να διαβάσει, ο Caleb άνοιξε το παράθυρο της και μπήκε μεσα εκείνη κοιμόταν πήγε να την αγγίξει και εκείνη αναδεύτηκε στον ύπνο της άνοιξε σιγά-σιγά τα μάτια της και τον είδε μπροστά της πήγε να φωνάξει βοήθεια αλλά εκείνος της έκλεισε το στόμα με το χέρι του. <<Ποίος είσαι και τι κάνεις στο δωμάτιο μου;;>> τον ρώτησε αφού πέρασε το πρώτο σοκ. Σιγά σιγά βλέπει τα ρούχα του που μοιάζουν με ρούχα ξωτικών: πράσινα μακριά μαλλιά, γυμνός από την μέση και πάνω φορώντας μόνο ένα παντελόνι και τα πόδια του ήταν μέσα σε φτερωτά μυτερά σανδάλια.
<<Λέγομαι Caleb,είμαι ξωτικό και από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα σε ερωτεύτηκα όμως πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δεν θα αναφέρεις σε κανένα για αυτή μας την συνάντηση γιατί οι άνθρωποι δεν πιστεύουν στα ξωτικά >>. Η Cornelia κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, πριν φύγει από το παράθυρο της όπως είχε έρθει της έκανε χειροφίλημα. Το επόμενο πρωί ή Cornelia ξύπνησε και προσπαθούσε να καταλάβει αν αυτό που έγινε την προηγούμενη νύχτα ήταν ένα πολύ όμορφο όνειρο ή συνέβη στην πραγματικότητα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πηγαίνοντας να φτιάξει πρωινό άρχισε να τραγουδάει. Το επόμενο βράδυ ο Caleb ξαναπήγε στο δωμάτιο της και σιγά σιγά γνωρίζονταν εκείνη του έκανε ερωτήσεις σχετικά με τον κόσμο των ξωτικών και εκείνος απαντούσε πάντα. Η Cornelia τον ερωτευόταν χωρίς να το καταλαβαίνει και όλο και πιο πολύ αδημονούσε για τις βραδινές τους συναντήσεις.
Μια νύχτα που τον περίμενε αποφάσισε να ντυθεί λίγο καλύτερα έβαλε μια φόρμα, άφησε τα μαλλιά της σαν χείμαρρος να πέσουν στην πλάτη της και έβαλε λίγο άρωμα πίσω από το αυτιά της. Τον είδε ξαφνικά μπροστά της να την παρακολουθεί με χαραγμένο ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπο του, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατότερα και τα μάγουλα της άρχισαν να κοκκινίζουν χωρίς να το σκεφτεί πήδηξε στην αγκαλιά του και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του, όταν σταμάτησαν να φιλιούνται εκείνος την κοίταξε ξέπνοος αλλά συνέχισε το φιλί τους με μια πρωτόγνωρη τρυφερότητα μετά την πήρε στην αγκαλιά του και την ακούμπησε στο κρεβάτι, έκαναν έρωτα εκείνη χάθηκε στα φιλιά του και στα χάδια του ο έρωτας τους ήταν μαγικός, τα αστέρια έλαμπαν στον ουρανό και προσπαθούσαν να μείνουν πιο πολύ στο ουράνιο στερέωμα. Το επόμενο πρωί η Cornelia ξύπνησε μόνη της αλλά πάνω στο μαξιλάρι υπήρχε ένα κακακκοκινο τριαντάφυλλο όταν το μύρισε ένιωσε μια γλυκιά ανατριχίλα ενθυμουμενη την χτεσινή νύχτα. Το επόμενο βράδυ ο Caleb ζήτησε από την Cornelia να φύγουν μαζί εκείνη του απάντησε θετικά. Τώρα ζουν ευτυχισμένα σε μια μακρινή χώρα .