Ποτέ δε έδωσα σημασία στο πώς θα πεθάνω... αλλά, να πεθάνω στη θέση κάποιου που αγαπάω, είναι ένας ωραίος τρόπος για να πεθάνεις. Η ζωή μου παραλίγο να χαθεί πολλές φορές από το δρεπάνι του άσαρκου Χάρου ή ... από ... κυνόδοντες... Αυτό για χάρη της φιλίας και για τις ζωές αθώων ανθρώπων. Δεν το μετάνειωσα τότε και ούτε τώρα θα το κάνω, γιατί η καρδιά μου με καθοδηγεί. Ο κόσμος είναι περίεργος και κρύβει πολλά μυστικά ακόμα κι αν εγώ ξέρω περισσότερα απ' όσα ξέρει ένας κοινός θνητός άνθρωπος. Κάτι που το ξέρουν όμως όλοι είναι πως ο άνθρωπος και τα ζώα δεν μπορούν να μείνουν αθάνατοι. Αν υπάρχει κάτι που είναι αθάνατο, σίγουρα δεν είναι κάτι από αυτά τα δύο. Εγώ ανοίκω στους αθάνατους, παλιά δεν ήμουν. Ζούσα μια φυσιολογική ζωή με τον μπαμπά μου και τον μικρό μου αδερφό τον Mike μέχρι που μετακόμισα στο Chance Harbor για να μείνω με τη γιαγιά μου. Με μετέφερε ο μπαμπάς μου μέχρι το σπίτι της γιαγιάς μου της Λένας και μόλις φτάσαμε έξω από τι σπίτι της, την είδα που καθόταν και πότιζε τις μαργαρίτες που στόλιζαν τον κήπο του σπιτιού της και μόλις μας είδε έτρεξε προς το μέρος μας και μας αγκάλιασε.
-Μου λείψατε πάρα πολύ. Τι κάνετε; μας ρώτησε.
-Καλά είμαστε, ανταποκρίθηκε ο μπαμπάς.
-Ωραία χαίρομαι πολύ. Εσύ Ιωάννα μου πως είσαι;
-Καλά είμαι γιαγιά, της απάντησα χαμογελώντας και την σφιχταγκάλιασα.
-Καλέ εσύ ψήλωσες, ομόρφινες... Έχεις γίνει ολόκληρη κοπέλα! Έλα τώρα να σε βοηθήσω με τα ρούχα.
Πήρα την μικρή βαλίτσα και προχόρησα προς το σπίτι, ενώ η γιαγιά ήταν από πίσω μου με τη μεγάλη βαλίτσα και όταν μπήκαμε μέσα, η γιαγιά την άφισε και πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει το μεσιμεριανό. Εγώ επειδή βαριόμουνα να πάρω και τις δυο βαλίτσες και να τις πάω πάνω στο δωμάτιό μου, φώναξα τον μπαμπά για να με βοηθήσει να τις μεταφέρω. Εκείνος αναστέναξε και ήρθε, πήρε τη μεγάλη βαλίτσα και με ακολούθησε μέχρι την πόρτα του δωματίου μου. Μετά εκείνος κατέβηκε για να βοηθήσει τη γιαγιά με το φαγητό, ενώ εγώ στεκόμουν ακίνητη έξω από το δώματιό μου χωρίς λόγο μέχρι που αποφάσισα επιτέλους να ανοίξω την πόρτα και να μπω μέσα με τις βαλίτσες μου για να ξεπακετάρω τα πράγματα. Μόλις άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα, πήγε το βλέμμα μου στο κρεβάτι γιατί είδα κάτι να κουνιέται κάτω από τα στρώματα. Ήμουν σίγουρη πως αυτό το κάτι ήταν η υπέροχη μαύρη γάτα της γιαγιάς μου η Κέττη. Και όπως ήταν φυσικό την ξεσκέπασα και εκείνη μόλις με πήρε είδηση, τεντώθηκε, σηκώθηκε και άρχισε να τρύβεται πάνω μου. Εγώ τη χαΐδεψα, της έδωσα ένα κουβάρι για να παίξει και άρχισα να ξεπακετάρω. Όταν τα τακτοποίησα όλα, ξάπλωσα μπρούμυτα στο κρεβάτι και διάβαζα το αγαπημένο μου βιβλίο, τους "Αγώνες Πείνας". Μετά από λίγο η γιαγιά με φώναξε να κατέβω να φάμε μεσημεριανό. Εγώ φυσικά κατέβηκα γιατί μετά από τέτοιο ταξίδι πεινούσα σαν λύκος. Η γιαγιά έφτιαξε ένα ψητό μούρλια, με την βοήθεια του μπαμπά (για να μην τον αδικήσω κι όλας). Έκατσα δίπλα στον μπαμπά μου και όσο τρώγαμε, μιλούσαμε ταυτόχρονα.
-Πες μας κανένα νέο για τους γείτωνες
-Προχθές χάθηκε ο αδερφός της Ελεανόρ, ο Άνταμ και οι γονείς του έχουν τρελαθεί απ' την περιέργεια και την αγωνία, είπε η γιαγιά. Κάλεσαν την αστυνομία κι έβαλαν παντού αφίσες με τη φωτογραφία του και ρωτάνε τους περαστικούς μήπως τον είδαν.
-Tιιιι?, φώναξα και σηκώθηκα απότομα από το κάθισμά μου. Με συγχωρείτε, πάω να δω την Ελεανόρ για λίγο κι επιστρέφω σε λίγο.