2

76 12 7
                                    

Τα χερια του ακουμπούν απαλα τα πλήκτρα. Τα πληκτρα που ακουμπουσαν καποτε και τα χερια της μητερας του.

Ένα τραγούδι ηξερε μονάχα καλά. Η μαμα δεν ειχε προλαβει να τον διαδαξει αλλα μέχρι το τέλος. Κι ο Λίο το είχε τελειοποιήσει.

Παιζει αργα τις νότες, μια μια, ωστε να σχηματίσουν έναν ρυθμό. Μια ανάλαφρη μελωδία που γεμίζει το μεγάλο δωμάτιο, αλλά και τη ραγισμένη καρδιά του Λίο.

Το τραγουδι που ειχε γραψει για εκεινον η μητέρα του.

Ένα απλό, κλασσικό κομμάτι δίχως στίχους. Η μητέρα του είχε φύγει πριν προλάβει να το ολοκληρώσει.

''Ίζαμπελ; Εισαι πανω;'' Ακουγεται η σπασμενη φωνη του πατερα του από τον κάτω όροφο. Έχει πιει πολυ. Ο Λίο δεν του δινει απαντηση, προσπαθεί να μείνει συγκεντρωμένος στη μουσική.

Βηματα ακούγονται ύστερα από λίγο. Καποιος πεφτει με δυναμη πανω στην πορτα.

Ακουγονται κλάματα. Ο πατέρας του κάθεται έξω απο το δωμάτιο και κλαίει ακούγοντας το θανατηφόρο κομμάτι. Κλαιει σαν μωρο παιδι.

Και ο Λίο κλαίει. Τα χερια της μαμας πιανουν τα δικα του και παιζουν μαζί.

''Μαμα;''

''Λίο.''

Του χαμογελά γλυκά. Της χαμογελαει κι εκείνος, κάπως πιο σφιγμένα.

Δακρυα μουσκευουν τα μαγουλα του.

Παιζουν μαζι ξανα και ξανα το ίδιο τραγουδι. Κι ο πατερας του ακουει απέξω, ο Λίο ακούει τους έντονους λυγμούς του αλλά και τους σπασμούς του που χτυπούν πάνω στο ξύλο.

''Ξερεις να παιζεις πολυ καλα, μπράβο σου φεγγαράκι μου." Τον επαινεί η μητέρα του και χαϊδεύει απαλά τα χέρια του με τα μαλακά, ζεστά δικά της. Ο Λίο νιώθει το άγγιγμα τόσο έντονα, θα στοιχημάτιζε πως η μητέρα του ήταν πράγματι εδώ, όπως όταν ήταν μικρός, που καθόταν στα γόνατά της κι έπαιζαν μαζί.

Δεν μπορει να δει πλεον. Το βλεμμα του εχει θολώσει από τα δάκρυα, που πλέον τα νιώθει να κυλούν σε όλο του το πρόσωπο, να πέφτουν και να μουσκεύουν τα χέρια του, που χορεύουν πάνω στα πλήκτρα.

Δεν αντεχει. Τα χερια του χτυπουν το πληκτρολογιο με δυναμη. Η μουσική σταματά μετά από μια σειρά από νότες άσχετες μεταξύ τους, ύστερα από το δυνατό χτύπημα.

"Τι έχεις, Λίο;" Του ψιθυρίζει και εκείνος χώνεται στην αγκαλιά της κλαίγοντας. Τα χέρια του σφίγγουν τον ίδιο του τον κορμό, η αγκαλιά της μητέρας του δεν υπάρχει. Κι όμως, εκείνος το ξέρει, το νιώθει, πως η μητέρα του βρίσκεται μαζί του.

"Λίο, βγαλτο από μέσα σου, πες μου τι σου συμβαίνει." Επιμένει η φωνή της μέσα στο κεφάλι του. "Τι νιώθεις, τι σε απασχολεί;"

Μα ο Λίο δεν ξέρει τι του συμβαίνει. Όλα του τα συναισθήματα είναι ένα κουβάρι μέσα του, ανακατεμένα με τα κομματάκια της ραγισμένης καρδιάς του, τυλιγμένα στις φλόγες όλων του των αναμνήσεων μαζί με την μητέρα του που είναι τόσο αληθινή μπροστά του...

"Γιατί έφυγες, μαμά;" Ουρλιάζει χωρίς να αντέχει άλλο. "Γιατί μας άφησες;"

Το κλάμα του γίνεται εντονότερο όταν δεν παίρνει απάντηση. Κρύβει τα μάτια του με τις χούφτες του, προσπαθώντας να τα σκουπίσει από τα δάκρυα που κυλούν πλέον χωρίς σταματημό.

"Γιατί με παράτησες μόνο μου;" Φωνάζει ξανά. "Τι σου έκανα; Δεν είμαι πια το 'φεγγαράκι' σου; Δεν είμαι πια η εμπνευσή σου;"

Καμία απάντηση. Η μητέρα του έχει γίνει καπνός. Κλαίει, νιώθει σαν το σώμα του να στερεύει από νερό.

"Απάντησε μου!" Ουρλιάζει και χτυπά ξανά τα χέρια του στο πιάνο. "Με άφησες στα γενέθλια μου, στα γαμημένα γενέθλια μου, μαμά! Και δεν γύρισες ποτέ!"

Η μητέρα του εξαφανίστηκε. Ξανά. Και η δεύτερη φορά πονούσε περισσότερο από την πρώτη.

Ο Λίο σηκώνεται από το κάθισμα και παίρνει ξανά την φωτογραφία στα χέρια του. Το γυαλί της κορνίζας βρομίζει από τα δάκρυα που πέφτουν πάνω του και κυλούν σε όλη την επιφάνεια του.

Εκείνο τα πλατύ χαμόγελο. Εκείνα τα γκριζα μάτια. Εκείνη η αγάπη που εξέπεμπε το πρόσωπο εκείνο.

Όλα ήταν ψεύτικα.

Κοιτάζει ξανά το πιάνο. Την κρυψώνα των αναμνήσεων του. Τη θύμηση της αγάπης που δεχόταν κάποτε.

Κάποτε.

The piano ✓Where stories live. Discover now