Καθόμουν στο κρεβάτι και σκεφτόμουν τα γεγονότα τους τελευταίους έξι μήνες. Η βαλίτσα σχεδόν έτοιμη στο κρεβάτι μου απάνω. Και όλοι την ώρα τριβελιζω γύρω γύρω για να δω τι μου λύπει. Και είμαι σίγουρη ότι ότι και αν γίνει πάντα κάτι δεν θα έχω πάρει μαζί και θα το θυμηθώ όταν θα είμαι μακριά. Κάποια στιγμή ζαλίστηκα και έκατσα δίπλα από το παράθυρο του δωματίου μου. Είδα ένα γνωστό γκρι opel σταματημένο έξω ακριβώς από το σπίτι μου. Και τότε άκουσα βήματα έξω από την πόρτα μου και κατάλαβα αμέσως ποιός ήταν. Ανησηχούσα μήπως και δεν ερχόταν. Έχουμε να μιλήσουμε μέρες κάτι που με είχε ανησηχήσει. Ίσως τώρα που θα φύγω με ξεχνουσε. Και τελικά καταλαβαίνω πως ήταν χαζό κάτι τέτοιο. Με το που χτυπά την πόρτα ανοίγω αμέσως και τρέχω να μπω μέσα στην αγγαλία του. Ήθελα να νιώσω έστω και για μια ακόμα φορά αυτήν την ζέστη μέσα από την αγκαλιά του.
Μετά από λίγα λεπτά τον συνόδεψε στην πόρτα. Τον κοιτούσε να μπενει και να φεύγει με το αμάξι μέχρι που χάθηκε από το οπτικό της παιδίο. Έγειρε το κεφάλι της πάνω στην πόρτα. Κάποια δάκρυα απειλούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους και προσπαθούσε να το αποτρέψει αυτό. Χωρίς όμως να έχει επιτυχία. Μια φωνή την έκανε να καταλάβει που βρισκόταν και σκούπισε γρήγορα τα μάτια της. . <<Άννα ,Αννα. Δεν με ακούς;>> <<Ναι γιαγιά. Πες μου. <<Έφυγε ο Charles ; Θυμάμαι άλλες φορές με τον ζόρι τον έδιωχνα επειδή είχε περάσει η ώρα. Και κάποιες φορές θέλατε να με ξεγέλασετε πως έφυγε. Όμως πάντα σας καταλάβαινα. Αχ.>> Με κοίταξε στα μάτια ενώ παράλληλα χαίδεψε το μάγουλο μου. <<Και εκείνος πονάει που φέυγεις. Δεν θα μήνεις και για πάντα στην Κίνα. Δεν θα σε αφήσω εγώ. Μια σε έχω μιας και η αδελφή σου το αποφάσισε να μείνει μόνιμα εκεί. Θα γυρίσεις και θα τα ξαναβρείτε. >> <<Αχ γιαγιάκα.>> Ένα άτομο που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ στην ζωή μας η είναι η μαμά της μαμά μας. Γιατί αυτό την κάνει δυο φορές μαμά μας. Είναι ένα βήμα ποιο μπροστά από εμάς και είναι πάντα εκεί.Η διαδρομή ήταν ήσυχη. Αφού από της δέκα έξι ώρες της έντεκα με είχε πάρει ο ύπνος στην μη άνετη και απεσια καρέκλα που όπως και να το κάνεις μετά από κάποια ώρα πιάνετε κάνεις. Ξέρω ήμουν πολύ δραστήρια. Η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι τα αεροπλάνα και είναι η πρώτη φορά που ταξίδεψα. Μπορεί να φανταστεί κανείς πως ήταν η συμπεριφορά μου. Στην αρχή έκανα ένα κάρο ερώτησης στην αεροσυνοδό γιατί φοβόμουν. <<Και αν χάσει τον έλενχο ο πιλότος- και αν κοπή το φτερό του αεροπλάνου.>> Ξέρω ήμουν υπερβολική με το τελευταίο. Εκτός και αν έρθει ο Θορ με την παρέα του. Τόσο απίθανο αλλά τόσο φοβιστικο για εμένα που το κάνω αληθινό. Παρόλα αυτά εκείνη μου απάντησε άσχετος που με κοίταζε με ένα βλέμμα πάλι σε παρανοϊκή έπεσα αλλά το χαμόγελο χαμόγελο. <<Ο Πιλότος και αλλά και το υπόλυπο προσωπικό είμαστε όλοι εκπαδευμενη κατάλληλα για ότι και αν συμβεί. Γι αυτό καθίστε πίσω στην θέση σας και βάλτε την ζώνη σας. >> Ναι με καθησήχασε τωρα. Όσοι ώρα ήμουν ξύπνια ήμουν κολλημένη στην καρέκλα. Με το ζόρι πήγα στο μπάνιο. Εντάξει ίσως να είμαι λίγο υπερβολική. Αλλά είμαι φοβητσιάρα όσο δεν πάει.
Αφού φτάσαμε προσπαθούσα να βρω την έξοδο. Με όχι και τόσο μεγάλη επιτυχία. Προσπάθησα να βρω κάποιον που να μιλάει Αγγλικά αλλά κανείς. Βγήκα έξω από το αεροδρόμιο και βρήκα έναν πολύ ευγεβεστατο κύριο που είχε ταξί. Έτσι μου φάνηκε δηλαδή. Προσπάθησα, στα αλήθεια προσπάθησα να του μιλήσω για να με πάει στον προορισμό μου αλλά όλες η προσπάθειες μου έπεσα στο κενό. Είκοσι τρία του έλεγα εγώ και αυτός πήγενε στην βαλίτσες και με κοιτούσε με αυτό το βλέμμα θέλω να σε κλέψω χωρίς να το καταλάβεις αλλά δεν τον άφησα. Άρχησα να τρέχω. Μέχρι που κουράστηκα. Εντάξει δεν ήταν πολύ μακριά. Εντάξει ήταν δέκα μέτρα. Αλλά εντάξει. Δεν είμαι πολύ της γυμναστικής. Και έψαχνα κάπου να κάτσω να ξεκουραστώ. Είχε πάει είδη εννιά και είχε νυχτώσει. Μέτα από αρκετή ώρα είδα μια πλατεία και έκατσα.Κάθεται σε ένα παγκάκι. Και συνειδητοποιεί πόσο έχει αλλάξει η ζωή της. Άλλαξε τα πάντα για τα άτομα που αγαπά και εκείνη έμεινε διχασμένη. Δεν της αρέσει να το σκέφτεται όμως το κάνει. Αναμοχλευη το σκηνικό. Πως θα είναι η γνωριμία με της μητρια και την αδελφή της. Καθως τα συλογιζοταν ένας άστεγος,από το πουθενά θα έλεγε κανείς εμφανίζεται και κάθεται δίπλα της. Στην αρχή τρόμαξε γιατί τον είδε να προσπαθεί να ψάχνει κάτι μέσα από την τσέπη του. Σκέφτηκε να φύγει όπως και τότε της δίνει ένα φάκελο. Τον κράτησε. Τον περιεργασηκε λίγο. Και του είπε "Δεν έχω χρήματα". Δεν φάνηκε να την καταλαβενει. Της έκανε εντύπωση πως ο φάκελος είχε σφραγίδα. Τότε η περιέργεια της την έκανε να θέλει να δει τι έχει μέσα. Το άνοιξε και είχε μια κάρτα. Έλεγε ''Κάνε μια ευχή''. Από την πίσω μεριά έγραφε "Μόλις κάνεις την ευχή ρίξε με στο συντριβάνι." Κοίταξε μπροστά της το συντριβάνι και της ήρθε να γελάσει. Κάποιος της κάνει πλάκα ακόμα δεν πάτησε το πόδι της σε αυτήν την χώρα. Γύρισε να το δώσει πίσω στον άστεγο όμως εκείνος έχει εξαφανιστεί. Πολύ περίεργο ολλο αυτό. Στην αρχή σκέφτηκε να το πετάξει. Σε μια στιγμή όμως απελπισίας και χαζομάρας η καρδιά της την ώθησε να σκεφτεί.''Κανένας δεν ταιριάζει με εμένα η με τον κόσμο μου. Είμαι και είναι όλα τόσο ξένα.Μακάρι να μπορούσα να πάω στον κόσμο μου.'' Αισθάνθηκε χάζι που το σκέφτηκε αυτό. Ένιωσε ακόμα ποιο άσχημα αφού έκανε ότι έλεγε το γράμμα. Μετά έφυγε σαν να μην συνέβη ποτέ. Σαν να μην διάβασε το γράμμα. Σαν μην είχε αξία σε κανέναν και τίποτα. Κάποιες όμως ευχές εκπληρώνονται .
Ένιωθε κουρασμένη και το μόνο που εκάνε ηταν να σηκωθεί από το πακακι και να οδηγήσει τα πόδια της σε μια από της πολλές μεγάλες λεωφόρους. Μα ειλικρινά. Αρχίζε να αγχώνεται γιατί δεν ήξερε που βρίσκεται.
Προσπαθώντας να δει πως λειτουργεί το σύστημα γύρω χτυπησε το κινητό της. Παρατήρησε την οθόνη και υπολόγιζε αν θα απαντούσε στην κλήση. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα πήρε την απόφαση της.
"Μπαμπά. Γειά" Προσπάθησε να φανεί σοβαρή αλλά όπως πάντα της βγήκε φωναχτά η φωνή της. Την ρώτησε που βρίσκεται αλλά δεν ήξερε πού ήταν. "Είμαι στην μέση του πουθενά" Ακούστηκε απελπισμένη. Μα στην πραγματικότητα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Αφού την ρώτησε κάποια πράγματα για το πως είναι εκεί που βρίσκεται δεν χρειάστηκαν πολλά λεπτά όμως για να την βρεί. Μόλις τον αντίκρισε έμεινε βουβή. Είχε να τον δει τρεις μήνες. Από το Skype. Γιατί κανονικά έξι μήνες. Σταμάτησε να του απαντάει στης κλείσεις του στα μηνύματα του ήθελε να τον τιμωρήσει. Πιστεύοντας ότι θα τον θυμώσει και θα τραβήξει την προσοχή του. Όμως τιμώρησε τον εαυτό της. Γιατί η μεγάλη της αδυναμία ήταν και θα είναι πάντα ο μπαμπάς. Όμως ποτέ δεν του το είπε και ούτε σκόπευε να το κάνει. Αναζητούσε την αγκαλιά του όμως εκείνη ήταν ένα παγόβουνο και έτσι τον απέφευγε.
Εκείνος της χαμογέλασε. Φανερά έκπληκτος αλλά και όλο τρυφερότητα ήταν το βλέμμα του. "Έκοψες τα μαλλιά σου; " Σύκοσε της βαλίτσες και την οδήγησε στο σπίτι.
YOU ARE READING
Η ευχή
Teen FictionΚάθεται σε ένα παγκάκι. Και συνειδητοποιεί πόσο έχει αλλάξει η ζωή της. Άλλαξε τα πάντα για τα άτομα που αγαπά και εκείνη έμεινε διχασμένη....Ξάφνου ένας άστεγος, από το πουθενά θα έλεγε κανείς εμφανίζεται και κάθεται δίπλα της....και της δίνει έν...