1, 2, 3,
Είναι ένας δολοφόνος στην πλατεία
Με κοιτάει, τον κοιτώ
Κοιτιόμαστε και οι δύο
Όλους τους έχει καθαρίσει
Με αίματα τον τόπο έχει γεμίσει
Μικροί μεγάλοι όλοι έχουν δοκιμάσει το κοφτερό του μαχαίρι
Έχουν πεθάνει απο το στιβαρό του χέρι
Πτώματα στα παγκάκια πεσμένα
Πτώματα στα δέντρα κρεμασμένα
Κορίτσια και αγόρια μαζεμένα σε σωρούς
Μωρά με διαμελισμένους κορμούς
Το αίμα άλικο λιμνάζει στα πλακάκια
Σάρκες τσιμπολογούν τα λιμασμένα κοράκια
Με κοιτά και χαμογελά τρελά
Το μαχαίρι του κουνά
Τρέχει να με πιάσει
Θέλει να με ακρωτηριάσει
Να με κάνει κομματάκια
Να κορέσουν τις κοιλιές τους τα αδηφάγα κοράκια
Τρέχει, έρχεται κοντά
Τα πόδια μου δεν κινούνται αρκετά γοργά
Με αρπάζει, με γυρίζει
Το τραχύ χέρι του απο δύναμη σφύζει
Γελά, φωνάζει δυνατά
Το μαχαίρι βαστά σφιχτά
Μα στην έξαψή του πάνω στα αίματα παραπατεί
Σωριάζεται χάμω, αφήνει μία απόκοσμη κραυγή
Το μαχαίρι του αρπάζω εγώ
Τον κοιτάζω και χαμογελώ
Στην καρδιά του το βυθίζω βαθυά
Σύντομα πάευει να σπαρταρά
Το στόμα του κρεμά
Τα μάτια του έγιναν κενά
Και υστερικά φωνάζω, γελώ
Τον χαρούμενο ήλιο κοιτάζω και παραμιλώ
Γιατί ξέρω, ξέρω καλά
Την αλήθεια δεν μπορώ να την κρύβω πια
Απο τον εαυτό μου να ξεφύγω δεν μπορώ
Πως να απαρνηθώ αυτό που είμαι εγώ;
1, 2, 3
Είμαι ο δολοφόνος στην πλατεία
YOU ARE READING
Παράλογος ψαλμός
PoetryΈνα αντισυμβατικό μακάβριο ποίημα για τον θάνατο και την τρέλα.