1

14 4 0
                                    

Μια αλλόκοτη,φωτεινή φιγούρα βρισκόταν μπλεγμένη στους αφρούς της θάλασσας κάτω από τα γκριζόμαυρα σύννεφα που ρέμβαζε με ιδιαίτερη προσοχή.Θεριεμένα κύματα κάλυπταν το άγονο χώμα μια μαγευτικής ακτής με κρυστάλλινο νερό.

Εκείνη , εκείνη είχε μόλις μετασχηματιστεί σε μια παραδεισένια ύπαρξη που άνθρωπος δεν είχε καταφέρει να κοιτάξει με τα ίδια του τα μάτια.

Άνοιξε τα γαλάζια της μάτια κοιτώντας γύρω της.Δεν ήξερε ποια ήταν , από που είχε έρθει .Ήταν γυμνή .
Τις χιλιάδες σκέψεις που περνούσαν από το ώριμο μυαλό της ήθελε τόσο πολύ να τις καλύψει με ένα ρούχο να μην τις δουν άλλοι.

Παρόλα αυτά στάθηκε σε δυο άσπρα κοκκαλένια πόδια που μπορούσε να καθοδηγήσει μόνη της και ύστερα ξάπλωσε πάνω σε έναν γιγαντιαίο βράχο αγναντεύοντας τον παράδεισο στον οποίο την είχε πετάξει με ορμή η θάλασσα.

Πόσο όμορφα ήταν εκεί.Ολόγυρα είχαν ριζώσει στο έδαφος τόσα φουντωτά δέντρα με μια καταπράσινη χλόη σα σκέπασμα για να μην φαίνεται η γυμνή γη από κάτω.

Ήταν τόσο μα τόσο σίγουρη πως αυτός ο ολάνθιστος κήπος έπρεπε να γεμίζει κάθε γωνιά της Γης.

Πάσχιζε να θυμηθεί αν τελικά ήταν τόσο υπέροχη επειδή την είχαν γεννήσει τα κατα γάλανα νερά του Αιγαίου ή απλούστατα επειδή δεν έμοιαζε με τους άλλους.Ποιοι είναι οι άλλοι όμως; Ήταν απίστευτο, ένας ανυπόφορος κόμπος την έδενε όλο και πιο σφιχτά σε εκείνο το μέρος ,όμως έπρεπε να μάθει!

Κοντοστάθηκε για μια στιγμή να θαυμάσει τον ήλιο που ξεπρόβαλλε αχνά από την άλλη μεριά της θάλασσας και έπειτα άκουσε κάποια γοργόφτερα πουλιά που κελαηδούσαν ψάχνοντας απελπισμένα για ένα δέντρο .Φύσηξε μια τούφα μαλλιών που κάλυπτε τα λαμπερά της μάτια ,τη στιγμή που ο κούκος του ρολογιού στο μαγαζί του κύριου Μήνα ξύπνησε τον στρουμπουλό του γάτο.

Ο μοναχικός άντρας περπάτησε με βαριά βήματα έως τον φούρνο του και κοιτώντας υποτονικά έξω από το σκονισμένο του παράθυρο έριξε μια ματιά στον δρόμο.Σε ένα παλαιό μαύρο αμάξι ένας γενειοφόρος άντρας ξεστόμιζε απανωτά βαριές κουβέντες σε έναν άγνωστο που του είχε μόλις γρατζουνίσει την μεταλλική του πόρτα.Από τα χείλη της γυναίκας στο πλάι του, κρεμόταν ένα ολοκαίνουριο τσιγάρο το οποίο κάπνιζε απρόσεχτα όσο κοίταζε βιαστικά τα φανταχτερά και ακριβά φορέματα στις βιτρίνες . Ο κύριος Μηνάς πρόλαβε ένα δευτερόλεπτο πριν ο ζεστός του καφές ξεχειλίσει από την βρώμικη κούπα του ,καταπίνοντας δυο αναζωογονητικές γουλιές .Το καλοκαίρι είχε έρθει με ένα κύμα ανυπόφορης ζέστης και έτσι η ήδη πληκτική του ζωή τον βύθιζε για ακόμη μία φορά στα άδυτα του παλιακού του καναπέ, όπου περνούσε ατελείωτες ώρες μπροστά από ένα κουτί με κινούμενες εικόνες .Η κεραία του είχε ήδη χαλάσει τη στιγμή που πίεσε το δάκτυλο του στο τηλεχειριστήριο και ενώ εκείνος βρίσκονταν στη μουντή ταράτσα του σπιτιού του ,η Θαλασσογέννητη στεκόταν ακίνητη στα φανάρια του κεντρικού δρόμου παρατηρώντας δύο καρικατούρες που σαν να είχαν ξεφύγει από ένα κινούμενο σχέδιο , έτρεχαν αμήχανα στη μέση του δρόμου ψάχνοντας για τον άνθρωπο που τους είχε αρπάξει ένα ολόκληρο εκατοστάρικο.

Θαλασσογέννητη Where stories live. Discover now