Άγνωστο

734 40 17
                                    

  Ήταν μια ακόμη βροχερή νύχτα. Μία από αυτές τις βροχερές νύχτες που ο κύριος Γκόρντον μισούσε από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Ίσως και... να τις φοβόταν λίγο. Όχι... δεν τις φοβόταν απλά. Τον τρομοκρατούσαν. Ο πανικός τον καταλάμβανε, υποδουλωνε όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα του, καθόταν βασιλιάς στον θρόνο του μυαλού του και γελούσε μανιακά με τα χάλια του, με τις φοβισμένες κινήσεις του, τα τρεμάμενα χέρια του και την σπασμένη φωνή του. Εκείνες τις στιγμές, εκείνες τις απαίσιες στιγμές, τίποτα δεν μπορούσα να καλμάρει το ευφάνταστο μυαλό του.
  Ούτε το μισογεμάτο ποτήρι με σκοτσέζικο ουίσκι που απηχε λίγα εκατοστά από τον καναπέ του, ούτε η μισόγυμνη αραββωνιαστικιά του Φελίσια και τα όμορφα σμαραγδί μάτια της, που λαγοκοιμόταν στα μπούτια του, ούτε το ήρεμο τζάκι που έκαιγε αντίκρι τους ήταν ικανά να τον ηρεμήσουν. Ποτέ τίποτα δεν είχε καταφέρει να τον ηρεμήσει μια τέτοια στιγμή.
  Είχε πια γίνει σαράντα ετών άντρας. Είχαν προ πολλού μεγαλώσει τα καστανά του γένια ενώ τώρα πια το πρόσωπό του είχε αρχίσει να σκληραίνει από το δίχως οίκτο πέρασμα του χρόνου. Και όμως, ακόμη δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τις νύχτες τρόμου που ζούσε όταν ήταν ακόμη ένα δεκάχρονο παιδί. Τις βροχερές κατασκότεινες νύχτες. Εκείνες τις νύχτες που οι διακοπές ρεύματος διαδέχονταν η μία την άλλη. Ωω πόσο δεν το άντεχε αυτό!
  Μεγάλωσε σε μια μεγαλούπολη κάπου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την ήπειρο μετά το διαζύγιο όταν ο Γκόρντον ήταν ακόμη τεσσάρων. Από τότε ζούσε μόνος με την μητέρα του, Τζασμίν. Δεν του είχε μιλήσει ποτέ για την δουλειά της μα κάθε βράδυ έλλειπε από το σπίτι. Αυτό έκανε τις διακοπές ρεύματος ακόμη πιο τρομακτικές στα μάτια του μικρού Γκόρντον. Εκείνες τις στιγμές τα καρτούν -το μόνο πράγμα που του κρατούσε συντροφιά την νύχτα- εξαφανίζονταν από την οθόνη με μιας. Όλο το διαμέρισμα βυθίζονταν στο απύθμενο σκοτάδι. Όλη η πολύ μεταμορφώνονταν. Και εκείνες τις στιγμές βρισκόταν μόνος του. Όχι υπήρχε και κάτι χειρότερο. Το θέμα είναι πως δεν αισθανόταν μόνος του... Καθόλου μόνος του.
  Ήταν πια δέκα ετών. Δεν έμοιαζε στα παιδιά της ηλικίας του. Ένα γεγονός που έμελλε να του αποτυπωθεί για πάντα στο μυαλό, ήταν η εικόνα ενός συμμαθητή του να σκίζει, κλαίγοντας, το άχρηστο -οπως έλεγε- βιβλίο που του πήρε ο θείος του για τα γενέθλια του. Ο ίδιος δεν θα το έκανε ποτέ αυτό. Του φαινόταν κάτι παράλογο να σκίζει κάτι που περιέχει γνώση, που περιέχει όμορφες ιστορίες, να καταστρέφει μια πύλη για εξωπραγματικούς κόσμους. Το αγαπούσε το διάβασμα, είχε πια αντικαταστήσει τα καρτούν στην βραδυνή ψυχαγωγία.
  Ίσως και η ενασχόλησή του αυτή, που είχε διεγείρει την φαντασία του μικρού, σχεδόν καχεκτικού, αγοριού να ευθύνονταν για αυτό που έμελλε να ζήσει την νύχτα της 3ης Ιουλίου του 1989 και να τον στοιχειώνει πολλές νύχτες μετά από αυτήν.
  Το απόγευμα της 3ης Ιουλίου είχε ανακαλύψει κάτι υπέροχο! Ψάχνοντας στο δωμάτιο της μητέρας του για το ξεσκονόπανο βρήκε όλως τυχαίως μια κούτα γεμάτη παλιά βιβλία του πατέρα του σε μια γονίτσα του δωματίου. Ανοίγοντας την, σκόνη πλημμύρησε το δωμάτιο. Έπιασε το πρώτο βιβλιαράκι που είδε μπροστά του. Ήταν ένα μικρό όμορφο βιβλίο με κόκκινο εξώφυλλο πάνω στο οποίο αναγράφονταν με μεγάλα γράμματα η λέξη "ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ". Σίγουρα επρόκειτο για κάποια παμπάλαια και σίγουρα σπάνια έκδοση. Ανοίγοντάς το έπεσε στο κεφάλαιο του Νίτσε και άρχισε την ανάγνωση. "Γκόρντοοον φέρε το ξεσκονόπανο γρήγορα, βιάζομαι!" , ούρλιαξε η μητέρα του από την κουζίνα. Έκλεισε στα γρήγορα το βιβλίο και άρχισε και πάλι να ψάχνει. Θα το διάβαζε αργότερα το βράδυ.
  Η Τζασμίν, κατά τις εννέα, λίγο μετά την δύση του ηλίου, πήρε τα κλειδιά του αμαξιού της και αποχαιρέτησε για ακόμη μια φορά το μικρό καστανομάλικο αγοράκι ξεκινώντας για την δουλειά της. Ο Γκόρντον έτρεξε στο δωμάτιο της και με λαχτάρα άρπαξε για ακόμη μια φορά το βιβλίο και συνέχισε να το διαβάζει. Ψιχάλιζε μα ούτε που το παρατήρησε. Το βιβλίο ήταν δυσνόητο μα αυτό δεν τον αποθάρρυνε. Του άρεσε να εμβαθύνει και να ερευνά μέχρι να ανακαλύψει αυτό που ήθελε να πει ο συγγραφέας συγκρίνοντας το έπειτα με την δική του άποψη που είχε μέχρι τώρα αναπτύξει. Η βροχή δυνάμωσε, μετατράπηκε σε καταιγίδα. Και όμως ούτε τώρα ενδιαφέρθηκε. Είχε απορροφηθεί πλήρως. Η φοβία του για τις βροχερές νύχτες είχε προσωρινά ξεπεραστεί.
  Φυσικά και η ειρωνική στάση του αγοριού έναντι στα πράγματα δεν μπορούσε να παραμείνει ατιμώρητη. Πώς ο άρχοντας φόβος θα διασκέδαζε με το μυαλό του παιδιού αλλιώς; Και τότε έπεσε και πάλι το ρεύμα. Η αράδα που διάβαζε εξαφανίστηκε με μιας. Το διαμέρισμα είχε βουτήξει για ακόμη μια φορά στην θάλασσα σκότους. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Πάγωσε, ανατρίχιασε, προσπάθησε να ουρλιάξει μα αδυνατούσε. Τώρα κοιτούσε στο πουθενά. Βρισκόταν σε έναν ατελείωτο διαγωνισμό κοιτάγματος με το άγνωστο. Και για μια ακόμη φορά, δεν ένιωθε μόνος. Εκείνη την νύχτα ωστόσο το αίσθημα ήταν πολύ ισχυρότερο. Κάτι υπήρχε εκεί. Σίγουρα κάτι υπήρχε μέσα στο σκοτάδι. Ο τρόμος είχε ξαπλώσει αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και περιφρονούσε το αγόρι. Γελούσε με το πιο ανατριχιαστικό και κρύο γέλιο. Στο στόμα του διαγράφονταν ένα τεράστιο απαίσιο χαμόγελο. Ο Γκόρντον χαμογελούσε κι αυτός. Μόλις το συνειδητοποίησε έκρυψε το στόμα του με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του και δάκρυσε.
  Δεν ήταν ώρα για χαμόγελα. Ο τρόμος που βίωσε το παιδί μέσα στις επόμενες στιγμές είναι αδύνατον να περιγραφεί με λόγια, τουλάχιστον όχι με ανθρώπινα λόγια. Φιγούρες είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν από το σκοτάδι. Φιγούρες που ήθελαν να καταβροχθίσουν το μυαλό του. Όχι δεν ήταν δαιμόνια, δεν προέρχονταν από την κόλαση, το γνώριζε καλά. Είχε άλλωστε απαρνηθεί τις ιδέες της χριστιανικής λατρείας εδώ και καιρό. Και όμως εκείνη την στιγμή εύχονταν να ήταν κάποιος δαίμονας. Αλλά δεν ήταν. Ήταν κάτι εξώκοσμο. Είχαν χαρακτηριστικά παρμένα από κάποια άλλη εξωγήινη διάσταση. Αυτά τα ανίερα πλάσματα ήταν η προσωποποίηση του φόβου και εκείνη την στιγμή σκεκόταν μπροστά του έτοιμα να τον παραλύσουν. Τον καλούσαν. Ψυθίριζαν αλλόκοτους ήχους που θα πάγωναν το αίμα οποιουδήποτε είχε την ατυχία να γίνει μάρτυρας τους. Γνώριζε όμως πως λέγανε το όνομα του. Ένιωθε τα κρύα δάχτυλα τους να τον πλησιάζουν από πίσω, να χαϊδεύουν με λαγνεία το παιδικό του δέρμα, να ακουμπάνε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Μερικά είχαν τις μορφές που θύμιζαν ζώα, μερικά άλλα πάλι δεν έμοιαζαν σε τίποτα ανθρώπινο. Τα "μάτια" τους ήταν καρφωμένα πάνω του και το χαμόγελο τους διακρίνονταν ακόμη και στο σκοτάδι, τεράστιο και αποτρόπαιο. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε πως οι παρουσίες αυτές τον παρακολουθούσαν κάθε παρόμοια νύχτα. Κατάλαβε πως περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να δράσουν. Είχε πια πέσει στο πάτωμα. Ένιωθε πλοκάμια να εισέρχονται στον εγκέφαλο του μέσω των αυτιών του και να τον παραλύουν, να προσπαθούν να τον αφαιρέσουν.
  Και όμως ήρθε η λύτρωση, η πόρτα ξαφνικά έσπασε και μπούκαραν δύο γείτονες κρατώντας τους μεγάλους φακούς τους. Είχαν ακούσει τα κλάματα και τα ουρλιαχτά του Γκόρντον. Ο ένας έσπευσε να σηκώσει την πεσμένη ασφάλεια, ενώ ο άλλος πάσχιζε να καθησυχάσει το παιδί που βρίσκονταν σε μια κρίση τρόμου. Το φως επανήλθε. Δεν υπήρχε τίποτα περίεργο γύρω, δεν υπήρχαν ίχνη από τα όντα που πριν λίγο γλεντούσαν στην γιορτή του σκότους. Ήταν όλα φυσιολογικά και δεν υπήρχε κανένα σημάδι πως κάτι ακούμπησε το σώμα του. Ήταν όλα μια ψευδαίσθηση.
  Το γεγονός αυτό όμως λίγες εβδομάδες αργότερα επαναλήφθηκε... Όχι τι λέω. Όχι δεν έγινε αυτό. Πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι. Δεν υπάρχει ο Γκόρντον και δεν εδώ ουδεμία ιδέα πια είναι αυτήν η Τζασμίν. Υπάρχω μόνο εγώ σε αυτήν την ιστορία και πρέπει να σας προειδοποιήσω... Μην τρομοκρατηθείτε, είναι για το καλό σας. Κάντε κάτι, κάντε κάτι! Σας παρακαλώ όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δεν ήταν η φαντασία μου, όχι, μακάρι να 'τανε. Είναι μαζί σας. Δεν ξέρω από πού έχουν έρθει αλλά είναι πάντα μαζί σας, πάντα σας παρακολουθούν ακούραστοι. Δεν είστε μόνοι.

ΆγνωστοWhere stories live. Discover now