Μια δόση Μαγείας

64 4 0
                                    

Αυτή την στιγμή, κάθομαι μπροστά από το λάπτοπ, πίνοντας καφέ, ακούγοντας το " Knocking on Heavens Door" .

Κάθε φορά που αυτή η μελωδία χαϊδεύει τα αυτιά μου , νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα. Αισθάνομαι ότι η ψυχή μου πετάει προς τον ουρανό, προσπαθώντας να αγγίξει την χρυσή πύλη, χορεύοντας στην μελωδία της ηλεκτρικής κιθάρας. Γαλινεύει με τις νότες του μπάσου, υπνοτίζεται από τις όμορφες φωνές που ακούει. 

Ξαφνικά, η ψυχή μου έχει ύλη. Παύει να υπάρχει ως ενα μικρό συννεφάκι ομίχλης, ή μια χρυσή σφαίρα φωτός. Απεικονίζεται μπροστά μου ως την εκδοχή του τρίχρονου εαυτού μου. 

Άφησα τον μικρό μου εαυτό να επισκεφτεί τα μέρη στα οποία πήγαινα μικρή. 

Κάποτε όλα φάνταζαν τόσο μεγάλα. Μου είχε λείψει η ικανότητα που είχα, να διακρίνω την μαγεία σε οτιδήποτε υπήρχε δίπλα μου . Και ξάφνου, όλα απέκτησαν την οπτική γωνία που είχαν παλιά. 

Η ψυχή μου έκανε κούνια νιώθοντας πως πετάει. Ταυτόχρονα μια ασφάλεια την αγκάλιαζε καθώς ένιωθε τον πλέον νεκρό παππού της να  σπρώχνει απαλά την πλάτη της, δίνοντας της φόρα , προσέχωντας να μην την ρίξει κάτω και γδαρθούν τα γονατάκια της από τα μικροσκοπικά χαλίκια.

Η ψυχή μου περνούσε από μικρά ρυάκια , πατώντας από πέτρα σε πέτρα , νιώθοντας πως κάνει τα πιο ψηλά άλματα που θα μπορούσε. Πάντα όμως ήταν τόσο αδέξια. Έπεσε. Λασπώθηκε. Πάτησε τα κλάματα. Μέσα στην αγωνία της, αισθάνθηκε δυο χέρια να αγκαλιάζουν την λεπτή μεσούλα της , σηκώνοντάς την στον αέρα. Μια φλόγα χαράς την πλημμύρισε, καθώς γύρισε και αντίκρισε τον  παππούλη της να της χαμογελά και να της λέει με σιγουριά , πως όλα θα πάνε καλά. Και όντως όλα καλά πήγαν .

Η ψυχή μου έτρεχε, κάλπαζε , στον τότε τεράστιο κήπο της αυλής του μικρού της χωριού. Ήταν τόσο χαρούμενη, με αποτέλεσμα να μην βλέπει που πατάει. Τσαλαπάτησε τα λουλούδια της γιαγιάς της. Έπεσε πάνω στα καλαμπόκια του παππού της και έλιωσε  σχεδόν όλες τις  ώριμες ντομάτες. Και τότε άκουσε μια αυστηρή φωνή να φωνάζει το όνομα της. Η γιαγιά της  θύμωσε για τον χαμό των λουλουδιών της. Η ψυχούλα στεναχωρέθηκε. Άρχισε να βουρκώνει. 

Και τότε ένιωσε μια γλυκιά θαλπωρή , όταν είδε τον παππού της που δεν βαδίζει πλεον στην γη, να την κοιτάει δίχως να είναι νευριασμένος και να της λέει δεν πειράζει, όλα είναι εντάξει. Και τον πίστεψε.  Και ας μην ήταν . 

Το τραγούδι έφτασε στο τέλος του. Η τελευταία συγχορδία ήχυσε δυναμικά και έσβησε. Η παιδική μου ψυχή είναι πάλι φυλακισμένη στο ενήλικο σώμα μου . 

Τώρα όμως, δεν νιώθω πως μου λείπει η μαγεία. 

Δεν αισθάνομαι πως μου λείπει η κούνια μου , το ριχό ρυάκι ή η όμορφη μικρή αυλή.

Μου λείπει ένα πρόσωπο. Ένα όμορφο , γαλήνιο , κουρασμένο πρόσωπο. 

Μου λείπει ο φύλακας μου . 

Ο παππούς μου . 

.Κατερίνα Μαβινίδου .

Αφιλτράριστες Σκέψεις.Where stories live. Discover now