ΒΑΛΤΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΡΑ!
Ααααμ θα cringeαρετε λιιιγο μπατ ιτσ οκευυ.(από το κείμενο)
Αλλά εμένα μ άρεσε σοοο πάρτε μία δόση του ταλέντου μου.(εδώ γελαμε)Σαν αμυαλος και γω,
ονειροπαρμένος, άφησα
δειλά δειλά για λίγο μόνο,
τους τρόπους μου στην
άκρη.
Και καθώς τα πόδια μου με πήγαν μέχρι εκεί, και η καρδιά πιο πέρα ακόμη, ο δρόμος, ο
πλατύς, τούτος ο γκρίζος, ο ατέλειωτος, με έβγαλε ένα
απόγευμα στο άλσος το μικρό, το καταπράσινο, που ήσυχα και ανενόχλητα υπήρχε στην κορφή του βουνού, κι με έκανε να χάσω το νου μου.
Γλυκά κι αυθόρμητα πλάγιασα στο έδαφος κι το νωπό χώμα, απ' τη βροχούλα τη βουβή τη πρωινή, άγγιξε όλο τρυφεράδα το ταλαίπωρό μου σώμα. Αμέσως αφουγκραστηκα όλα τα πράγματα του σκοτεινού μυαλού μου. Από το πιο σημαντικό μέχρι το πιο ασήμαντο. Το τίποτα και το καθόλου.
Το βλέμμα μου είχε καρφιτσωθει στον συννεφιασμένο ουρανο και οι φυλλωσιές των δέντρων γύρω μου θρόιζαν βιαστικά, ενώ ο άνεμος εγδερνε το ακουμπισμένο μου στη γη κορμί.
Τι κι αν προσπάθησα; Η φύση με παρακινούσε όλο και περισσότερο, σε συνδυασμό με την ηρεμία του άλσους, να κάνω σκέψεις ξανά και ξανά. Όσπου έγινα ένα με αυτές. Κι όσο κι αν στερήθηκα τη λογική, μου άρεσε όλο και περισσότερο ή σύνδεση μου με τις σκέψεις μου.
Υπήρξα αμυαλος και ονειροπαρμένος.
Και έγινα ένα με τη φύση και τις σκέψεις μου.
Ένα με το εγώ μου.
Κι αν κάποτε κάποιος άγνωστος μέσα σε άγνωστους σε πειθαναγκασει να επισκεφτείς τούτο το άλσος.
Μη διστασεις.
Έλα, κι εγώ θα σου μιλήσω μέσα απ το σφύριγμα του ανέμου, μέσα απ το τράνταγμα της γης, τα σύννεφα του ουρανού και τους ψιθύρους των σκέψεων σου.
Γιατί εγώ υπήρξα αμυαλος και ονειροπαρμένος.
Αμυαλος και ονειροπαρμένος...