Ξυπνάς μέσα σε ένα κελί στο δάσος. Το τελευταίο που θυμάσαι είναι να μαλώνεις με το ταίρι σου στο αυτοκίνητο. Κάτι σας χτύπησε και μετά... κενό. Κοιτάς το σώμα σου.Τα ρούχα σου βρώμικα, σκισμένα όπως και το δέρμα σου. Κάθεσαι στο κελί και βλέπεις το χώμα που απλώνεται γύρω, τα πράσινα φύλλα που πέφτουν κάτω, νιώθεις τον αέρα να περνάει ανάμεσα από τα μαλλιά σου. Σηκώνεσαι και περπατάς προς την πόρτα. Την σπρώχνεις ελαφρά και αυτή ανοίγει. Κάνεις ένα βήμα έξω και τα βλέπεις όλα πιο φωτεινά.
Κοιτάς κάτω και βλέπεις ότι το χώμα ανθίζει κάτω από τα πόδια σου. Μαλακό πράσινο γρασίδι φυτρώνει με κάθε σου βήμα καθώς κατευθύνεσαι προς έναν μικρό λόφο. Δεν ξέρεις γιατί πας προς τα εκεί, κάτι σε ελκύει. Νιώθεις να μην σε βαραίνει τίποτα πλέον. Ανεβαίνεις τον λόφο και βλέπεις ένα χωριό μέσα σε έναν διάφανο λευκό θόλο. Γραφικά σπίτια, μικροί πάγκοι και ένα τεράστιο παλάτι στην μέση του θόλου. Κατεβαίνεις αργά τον λόφο και στέκεσαι απέναντι από τον θόλο.
Βλέπεις τον πλακόστρωτο δρόμο με τα γραφικά πολύχρωμα σπίτια σε κάθε πλευρά. Ξύλινοι πάγκοι με φρούτα και λουλούδια πιο μέσα στο δρομάκι. Διάφορες μεγάλες κανάτες κοσμούσαν το πλάι κάθε εξώπορτας σπιτιού και λουλούδια στόλιζαν τα μεγάλα ξύλινα μπαλκόνια. Πέρασες το χέρι σου από τον θόλο αργά, το ένιωσες να μουδιάζει. Τελικά, πέρασες ολόκληρος μέσα και κοίταξες το σώμα σου. Φορούσες καθαρά ρούχα, άνετα και πολύ όμορφα.
Δέκα λεπτά
Προχώρησες πιο μέσα, εξερευνώντας με τα μάτια σου τα σπίτια. Άγγιζες τους τοίχους, την ξύλινη επένδυση σε μερικές καρέκλες σε ένα μικρό καφενείο, τους πάγκους με τα φρούτα και τα λουλούδια. Η αφή έμοιαζε τόσο αληθινή καθώς προχωρούσες όλο και πιο κοντά στο παλάτι. Ο αέρας ήταν καθαρός, μπορούσες να δεις τα πουλιά να πετάνε ελεύθερα ψηλά στον ουρανό και τα λευκά σύννεφα να καλύπτουν τις βουνοκορφές.
Άρχισες να ανεβαίνεις τα μαρμάρινα σκαλιά που οδηγούσαν στις πύλες του παλατιού. Ψηλοί κίονες κρατούσαν σταθερό το ταβάνι που είχε μια τοιχογραφία ενός αγγέλου. Έκανες στροφή γύρω από τον εαυτό σου, παρατηρώντας κάθε μικρή λεπτομέρεια εκείνης της μοναδικής ζωγραφιάς. Άνοιξες τις δύο τεράστιες πύλες μαζί και έκανες ένα βήμα μέσα.
Εφτά λεπτά
Ένιωσες την καρδιά σου να χάνει έναν χτύπο καθώς έμπαινες μέσα. Το μαρμάρινο πάτωμα ήταν τόσο καθαρό που έβλεπες τον εαυτό σου και το ταβάνι τουλάχιστον 7 μέτρα ψηλό. Τεράστια παράθυρα έδιναν την θέα ολόκληρου του τόπου μέχρι πίσω στα βουνά. Έκανες μια στροφή κοιτάζοντας πάνω. Ένιωθες ελεύθερος, και πολύ πιο χαρούμενος από όσο ήσουν. Παρατήρησες μια γυάλινη πόρτα στην άλλη άκρη της τεράστιας αίθουσας. Με αργά βήματα περπάτησες κατά μήκους της. Με κάθε βήμα, ένιωθες να χάνεις έναν χτύπο της καρδιάς σου.
Έφτασες μπροστά από την πόρτα και κοίταξες έξω. Ένας καταπράσινος κήπος, με πέτρινο δρομάκι που στις άκρες είχε πέτρες απλωνόταν πίσω από την πόρτα. Το δρομάκι οδηγούσε σε ένα σιντριβάνι που έβγαζε πεντακάθαρο νερό. Κανένα δέντρο δεν είχε μαραμένα φύλλα, το γρασίδι ήταν καταπράσινο γεμάτο ζωή, το νερό έτρεχε γάργαρο στο σιντριβάνι. Καθώς κοιτούσες μαγεμένος έξω, μια φιγούρα στάθηκε μπροστά από το σιντριβάνι. Δεν μπορούσες να δεις κανένα χαρακτηριστικό, αλλά κάτι σε έλκυε. Άνοιξες την πόρτα και έκανες βήμα έξω.
- Γιατρέ δεν έχει σφυγμό!
- Απομακρυνθείτε!
Τρία λεπτά
Περπάτησες αργά έξω. Τέντωσες το χέρι σου και άγγιξες τα φύλλα από τους θάμνους, το άνθος της λευκής τριανταφυλλιάς, ένιωσες τον αέρα να χτυπάει απαλά το πρόσωπο σου. Δεν μπορούσες να διαχωρίσεις αν η φιγούρα ήταν άντρας ή γυναικά, αλλά ένιωθες σαν να την ήξερες όλη σου την ζωή. Καθώς πλησίαζες το σιντριβάνι, ένιωθες κάτι να σε τραβάει ξανά πίσω. Κάτι που ήθελε να σε γυρίσει ξανά σε εκείνο το κλουβί φυλακίζοντας την ψυχή σου για πάντα.
Ένα λεπτό
Έφτασες μπροστά από την φιγούρα. Σήκωσε το κεφάλι και μεγάλα λευκά φτερά εμφανίστηκαν από την πλάτη της. Άπλωσε το χέρι της μπροστά σου και σηκώθηκε ελαφρά από το έδαφος.
- Πάρε το χέρι μου και ακολούθησε με, σου είπε
Άπλωσες το χέρι σου και το έσφιξες στο δικό του.
Μηδέν