Ήμουν πάντοτε αθεράπευτα ερωτευμένη με τη μαγεία που αφειδώς κατακλύζει τις καλοκαιρινές βραδιές.Τόσο γλυκά,τόσο αψεγάδιαστα,τόσο ολοκληρωτικά-λες κι ο κόσμος γεννήθηκε ξανά ύστερα από μια εκρηκτική ένωση φωτιάς και έρωτα.Ποτέ δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον ακαταμάχητο ερωτισμό που με τόση ανεπιτήδευτη κομψότητα αποπνέει ο ηλεκτρισμένος,ζεστός αέρας καθώς διαπερνά τα απαλά φύλλα των αγέρωχων δέντρων.Ποτέ δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο αιώνια μελαγχολικό φως της σελήνης που τόσο πιστά συνοδεύει κάθε αβέβαιο βήμα μου.Ποτέ δεν μπόρεσα.Ποτέ δεν θέλησα.Μερικές φορές,χαμένη στις δαιδαλώδεις σκέψεις μου,νιώθω πως αυτές οι μαγικές βραδιές είναι οι μόνες πηγές αγνής ευτυχίας για την αδιόρθωτα μοναχική μου ψυχή.Μερικές φορές,παρασυρμένη από μια ακατανίκητη επιθυμία για ελευθερία,στέκομαι ακίνητη με τα χέρια ανοιχτά,έτοιμη να αφεθώ.Έτοιμη να πετάξω μακριά.Μοναχική,με βλέμμα άσβεστα διψασμένο για νέα θαύματα,αισθάνομαι πως βρίσκω μια πρωτόγνωρη δύναμη μέσα στην εκούσια ανεξαρτησία μου,μια νέα πνοή,μια δυνατή ώθηση.Ίσως,όμως,παγιδευμένη στην γλυκόπικρη αλαζονεία της νεότητάς μου,αδυνατώ να συνειδητοποιήσω πως η ανεξήγητα αδήριτη ανάγκη μου για ανεξαρτησία σταδιακά με απομονώνει και με απομακρύνει από κάθε τι που επιθυμώ μα φοβάμαι να ακουμπήσω.Ίσως η μοναξιά να είναι το τίμημα που με αίμα οφείλει να πληρώσει όποιος τολμά να ονειρεύεται στο σκοτάδι με μόνο σύντροφο τον νυχτερινό ουρανό,όποιος τολμά να ξεφύγει από τον πεζό,ανούσιο χορό της πραγματικότητας.