Ξύπνησα πάλι από έναν φρικτό πόνο στο στήθος. Το δωμάτιο μου έχει τη μυρωδιά υπονόμου και από το παράθυρο μπαίνει ένα φως στο χρώμα της στάχτης. Απέξω ακούγεται ένας ήχος που μοιάζει με κραυγή και ανατριχιάζω σύγκορμος καθώς ο ιδρώτας τρέχει και παγώνει πάνω στην πλάτη μου.
Μου παίρνει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι δεν πρόκειται για ανθρώπινο ουρλιαχτό αλλά για το κρώξιμο ενός πουλιού.
Να είναι άραγε ένα από αυτά τα πελώρια μαύρα κοράκια που με χαζεύουν κάθε φορά που βαδίζω μέσα στη λάσπη στο δρόμο για το σιδεράδικο;
Λίγα πράγματα φοβάμαι στη ζωή ετούτη όσο τα κοράκια. Κάθε φορά που με κοιτάζουν είναι σα να βλέπω στο βλέμμα τους τί πρόκειται να μου κάνουν αν ποτέ βρουν το κουφάρι μου πεταμένο στην άκρη του δρόμου. Θα τσιμπολογήσουν τα πάντα πάνω μου με τα πελώρια γκρίζα ράμφη τους μέχρι που θα μείνω ένας σωρός από σάρκα και κόκκαλα.
Και κανείς δεν θα υπάρχει να με θάψει, κανείς δεν θα χύσει για μένα ούτε μισό δάκρυ. Το πολύ πολύ, αν τους έχουν τελειώσει τα κουτσομπολιά, να πουν στο καφενείο ότι βρέθηκε νεκρός εκείνος ο κακομοίρης μαύρος που δούλευε στο σιδεράδικο του γέρο-Τζιμ.
Και ίσως να είναι καλύτερα να πεθάνω, να χαθώ.
Ίσως να πρέπει να καώ στην Κόλαση γι' αυτό που έκανα στη Ματίλντα.
Καμία Κόλαση δεν θα είναι χειρότερη από αυτή που ζω κάθε βράδυ όταν πλαγιάζω να κοιμηθώ, όταν έρχονται στον ύπνο μου τα μαύρα μάτια της με και κοιτάζουν μέσα από πύρινες φλόγες, όταν τα λιγνά βελούδινα μπράτσα της στο χρώμα της καραμέλας με αγκαλιάζουν σφιχτά κι απεγνωσμένα μέχρι που μου κόβουν την ανάσα, όταν το γέλιο της τρυπάει σαν σουβλί τ' αυτιά μου.
Καμιά Κόλαση δεν θα είναι χειρότερη από αυτή την άδεια ξερακιανή ζωή χωρίς την αγάπη μου.
Δεν είχα αγαπήσει καμιά γυναίκα στη ζωή μου πριν από εκείνη.
Δεν είχα αγαπήσει τίποτα στη ζωή μου πριν από εκείνη. Περιέφερα το κέλυφος της ψυχής μου εδώ κι εκεί, ζούσα όπως ζουν τα ξεραμένα φυτά στον κήπο του σπιτιού μου. Παρακαλώντας κάποιον να με ποτίσει λίγη ζωή, να μου δώσει λίγη ανάσα.
Μέχρι που έφτασε εκείνη η άγια κολασμένη μέρα τον περασμένο Ιούλη. Εκείνη η μέρα που η ζέστη μαστίγωνε τα κορμιά μας κι έκανε το μυαλό μας να μοιάζει με βούρκο.
Ήταν απόγευμα κι εγώ έσερνα τα πονεμένα μου πόδια στο δρόμο της επιστροφής από τη δουλειά προσπαθώντας ν' αποφασίσω αν θα με ανακούφιζε περισσότερο μια βουτιά στο ποτάμι ή ένα ποτήρι μπέρμπον κι ένας ύπνος στην ξεχαρβαλωμένη κούνια κάτω από την ξεραμένη ακακία μου.
YOU ARE READING
Αγάπα με ή Πέθανε
Short StoryΑυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη από το τραγούδι "The Love me or Die" του Αυστραλού μουσικού C.W. Stoneking από το άλμπουμ του Jungle Blues. Μιλάει για τον απελπισμένο έρωτα ενός άντρα που καταφεύγει σε σκοτεινά μέσα προκειμένου να κάνει δική του τ...