Πάνω στο ξερό κρημνώδες ύφασμα που υπάκουα έραψε η φύση χλωρό αναγράφεται παντού το όνομά σου και οι βράχοι βοηθούν μόνο να σε θυμάμαι
Πώς παρασύρθηκα σ' αυτό το ερημονήσι αναψυχής
με απέλασε η σκέψη σου νεοφερμένο στα πάτρια εδάφη ξένου;Η θάλασσα μειδιά και με λυπεί.
Όχι δεν έχει λόγο να αποκρίνεται η φύση
καλύτερα να σιωπά η πρόθεση.
Έχω πνιγεί εγώ πολλές φορές σε τέτοιες φορτικές προθέσεις σφιχτά καθώς η σκέψη μου σ' έβρισκε μακρινή.Προς τι η τόση θάλασσα
(σε τι βαθειά ερώτηση μ' έσπρωξε πάλι το αναπάντητο);Αδιάλλακτη πάντως η απουσία σου και πιο πολύ οι σκέψεις σου
που ξέβρασαν τόσο μισοπνιγμένο σώμα ελπίδας στης άμμου τον ατρύγητο αχό
-ποιά παρηγοριά ανέκυψε ποτέ βοήθεια να 'δινε τώρα το φιλί της ζωής-Τρέμει ασθενικά αφρισμένη της αφάνειας η διαύγεια
και είναι βαθειά απορία ο λόγος
ούτε ψυχή που την ξερίζωσες ολόκληρη από το χώμα του ενδόμυχου δεν έχει να κρατηθεί σε ακύμαντη επιφάνεια.
Εξάλλου με εξωλέμβια ψυχή τι πνιγμένο να διασώσεις και από τι;
Έχουν και τα ερωτηματικά τα άπατά τους.Κωπηλαττεί η δροσιά -φέρνει μεγάλα κύματα αέρα-
με πιάνει απ' το χέρι να πάω να δω πως σκάνε απόκρημνα σε κύματα στεριάς.
Παχιά ακτή έστρωσε η λύση σου να λείπεις
κι όνειρο πνιγερό ράθυμα τεντώνεται λίγο να ξεπιαστεί το σβέρκο της ελπίδας.
Και σ' ο,τι γνέφω κατά 'δώ βαπόρι γίνεται και φεύγει ως φέρνει η θάλασσα σε φλέβα κούρασης, σε λύπη.Λύπη ή λείπει;
Δε βαριέσαι και τα δυο με δάκρυα ξεσπάνε.