Κοιτάζω τα χέρια μου και τρέμουν από το κρύο.
Το τσιγάρο που κρατάω ανάμεσα από τα δάχτυλα μου έχει σχεδόν σβήσει αλλά συνεχίζω να το έχω εκεί ούτως ή άλλος.
Ο καιρός φαίνεται απεσιος και δεν θα μπορούσε να συντονιστεί πιο πολύ με τον συναισθηματικο μου κόσμο.
Τα αυτοκίνητα περνάνε ασταμάτητα από μπροστά μου και το κεφάλι μου βουίζει από το θόρυβο.
Καταραμένε Σαμ.
Είχε υποσχεθεί ότι δεν θα καθυστερήσει αυτή την φορά.
Όπως υπόσχεται κάθε φορά.
Έπρεπε να το περιμένω.
Ανοίγω το κινητό μου και προσπαθώ να καλέσω τον αριθμό του αλλά η κόρνα απ το αυτοκίνητο του ακούγεται και σχεδόν αναπηδαω.
Το βλέμμα μου σκληραίνει και μπαίνω φουριόζος στην πίσω θέση αφού διακρίνω ότι κάποιος άλλος βρίσκεται ήδη μπροστά.
" Αρχιδι, άργησες ξανά" λέω και εκείνος γελάει.
" υπόσχομαι ότι αυτή την φορά είχα λόγο." λέει και κοιτάζει τον διπλανό του.
" ο ξάδερφος μου, θα κάτσει εδώ αυτό το χειμώνα" μου λέει λες και με ενδιαφέρει.
" Βίκτωρ αυτός είναι ο Κλάους" λέει σε εκείνον και τα βλέμματα μας συναντιονται.
Έχει μαύρα μάτια και το ύφος του φαίνεται άλλο τόσο σκληρό όσο και το δικό μου.
Τα μαλλιά του είναι ακταστατα στο πρόσωπο του και μπορώ να διακρίνω το μούσι λίγων ημερών που κάνει σιγά σιγά την εμφάνιση του.
Φαίνεται πως χρειάζεται ένα μπάνιο και ότι τώρα κατέφθασε απ το ταξίδι του.
Ύστερα γυρνάει ξανά μπροστά και κανένας απ τους δύο δεν λέει τίποτα.
Δεν έχω όρεξη για γνωριμίες και καταλαβαίνω πως ούτε και εκείνος.
O Σαμ δυναμώνει τον ήχο της μουσικής και εγώ κοιτάω μηχανικά το κινητό θαρρείς και περιμένω τίποτε σημαντικό.
Ύστερα κοιτάζω ξανά στις μπροστινες θέσεις και το βλέμμα μου πέφτει στο μισανοιχτο σακίδιο του Βίκτωρ.
"sudoku;" ρωτάω καθώς διακρίνω το ίδιο βιβλίο sudoku που έχω στο σπίτι μου.
" ναι'' λέει και ακούω για πρώτη φορά την φωνή του.
Είναι ακόμη πιο βαριά απ την δική μου και σίγουρα λίγο κλεισμένη απ το καιρό.
" το ' τι κάθεστε και λύνετε αυτά τα βαρετά πράγματα, με κουράζει μόνο η σκέψη " λέει ο Σαμ και ο Βίκτωρ τον κοιτάζει.
" υπάρχει κάτι που να μην σε κουράζει;" ρωτάει εκείνος και γω σχεδόν γελαω.
" οι γκόμενές" συμπληρώνει ο Σαμ και ο Βίκτωρ υψωνει το βλέμμα του προς τον ουρανό.
" παραμένεις ίδιος όπως σε άφησα, δεν θα αλλάξεις ποτέ έτσι;".
" αυτά είναι για τους νέους" λέει ο Σαμ και ο Βίκτωρ τον χτυπάει.
" οδηγαω" σχεδόν φωνάζει εκείνος.
" πόσο είσαι; " ρωτάω από περιέργεια.
" τριάντα" απαντάει εκείνος και εγώ γνεφω.
Στα είκοσι τέσσερα μου χρόνια θα μπορούσα να καταλάβω άνετα τους ανθρώπους που το βλέμμα τους κρύβει κάτι.
Είμαι ένας από αυτούς.
Είναι ένας από αυτούς.Όταν ο Σαμ σταματάει ξέρω ότι έχουμε φτάσει στο σπίτι του. Κατεβαίνω πρώτος και πηγαίνω προς την πόρτα αφήνοντας τους άλλους πίσω.
Νιώθω κάπως που ο καλύτερος μου φίλος θα έχει συγκάτοικο πλέον.
Και είμαι σίγουρος πως και εκείνος θα αναγκαστεί να κρατήσει τις ορμές τους για πολύ πλέον.
Θέλω να τον κορόιδεψω όμως αποφασίζω να γελάσω με τον εαυτό μου και να καθησω στο καναπέ.
Αφήνω το σώμα μου να γίνει ένα με το δερμάτινο καναπέ και οι σκέψεις αρχίζουν να παίζουν στο κεφάλι μου.
Μισώ όταν είμαι με ανθρώπους.. Αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν είμαι όντως μαζί τους.
Είναι απλά το σώμα μου.
Το σώμα μου αλλά όχι το μυαλό μου.
YOU ARE READING
Όλα όσα είμαι.
FanfictionΜαθαίνεις να επιβιώνεις μόνος σου λένε. Σε έναν κόσμο που δεν χώρας, μαθαίνεις να γίνεσαι κομμάτι του. Έμαθα να με ανέχομαι, να ανέχομαι όλα όσα είμαι. Έμαθα να αγαπώ ότι είμαι γιατί κάποιος άλλος αγάπησε αυτό που είμαι. Και ύστερα; Ύστερα γύρισα...