«Αλλιώς περίμενα πως θα είναι αυτή η μέρα, - ποιος θα περίμενε ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα, η τελευταία μέρα μου στην γη- εγώ θα καθόμουν στο κρεβάτι μου με δάκρυα στα μάτια, γράφοντας αυτό το γράμμα και με τα δάκρυα μου να πέφτουν βροχή στα μάγουλα μου και έπειτα στο λευκό χαρτί, μουτζουρώνοντας τις σελίδες και ξέροντας πως σε λίγο δεν θα είμαι πια εδώ. Αντί γι'αυτό, οι λυγμοί μου ακούγονται σε όλο το σπίτι, καλύπτοντας στην σιωπή ενώ ο πόνος δεν λέει να περάσει και ώρα με την ώρα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, θυμίζοντας μου το πόσο πολύ πληρώνω κάθε συνέπεια των πράξεών μου. Και συ εκεί, ούτε καν εδώ, ούτε καν εδώ,μαζί μου.
Ξέρω ότι δεν νοιάζεσαι- ίσως είναι καλύτερα έτσι- και ότι έχεις τα δικά σου- όλοι έχουν, άλλωστε- αλλά δεν χρειαζόμουν την συντροφιά κάποιου, ούτε καν την δική σου, απόψε και κάθε απόψε, - αλλά ποια είμαι εγώ για να χρειάζομαι κάποιον, όταν εκείνη και κάθε εκείνη, δεν ήταν καλά;- μπορούσα και μόνη μου. Και τώρα είμαι εδώ και κλαίω για εσένα και κάθε εσένα- όπως κάνω και κάθε φορά, τον τελευταίο καιρό- νομίζοντας πως έτσι θα αλλάξει κάτι. Νομίζοντας πως θα με παρακαλέσεις για άλλη μια φορά να σταματήσω να κλαίω και νομίζοντας ότι θα με καθησυχάσεις, λέγοντας μου πως όλα θα πάνε καλά.
Μα όλα θα είναι στ'αληθεια, εντάξει; Εγώ θα σταματήσω να πεθαίνω και εσύ θα πάψεις να πονάς και να είσαι δυστυχισμένος; Και άμα πάψω να πεθαίνω, θα είσαι πράγματι εδώ για εμένα ή θα φύγεις και εσύ; Συγγνώμη που φεύγω πρώτη, νιώθω πως δεν αντέχω.
Νιώθω τους πάντες να με μισούν, νιώθω τους πάντες να με πνίγουν, νιώθω τις ανάσες μου να λιγοστεύουν, ώρα με την ώρα. Νιώθω. Μα κοίτα να δεις, εγώ νιώθω; Τι νιώθω άραγε, πέρα από τον απέραντο πόνο που λεπτό με το λεπτό, μπήγει τα νύχια του στις πληγές μου, σκοτώνοντας με ακόμα περισσότερο; Τι είναι αυτό που νιώθει η μικρή καρδιά, σαν ακούει την φωνή σου; Γιατί τα μάγουλα μου καίνε, λες και ανεβάζω πυρετό και γιατί τα μάτια μου κλαίνε στην αίσθηση του ότι δεν είσαι καλά;
Είναι έρωτας; Είναι αγάπη; Είναι κάτι άλλο; Πολύ θα ήθελα να μάθω. Μα δεν θα είμαι εδώ. Θα έχω ήδη φύγει, το ξημέρωμα.
Σε παρακαλώ, όταν το δεις αυτό, μην τολμήσεις και κλάψεις. Όσο και να νοιάζεσαι για εμένα, σε παρακαλώ- κάντο για εμένα- προσπάθησε να φανείς δυνατός. Δεν θέλω να ξέρω ότι έφυγα και άφησα πίσω μου τόσες πληγές, σε παρακαλώ, θα θέλω να σε βλέπω να γελάς- όπως θέλω και πάντα.
Μην τολμήσεις και αφήσεις τους δικούς σου ανθρώπους για να έρθεις να με βρεις, έχε μου εμπιστοσύνη, θα είμαι καλά εκεί πάνω και αμα πάω στον παράδεισο, θα έχεις και έναν άγγελο να σε προστατεύει.
Είσαι τόσο υπέροχος και γω τόσο άχρηστη και δειλή. Εύχομαι να μπορούσες να δεις το πόσο όμορφος είσαι, μέσα από τα μάτια μου. Είσαι τόσο διαφορετικός, τόσο μοναδικός, να το θυμάσαι αυτό. Και ναι, σε αγάπησα πολύ, γι αυτό που είσαι, γιατί είσαι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που μπορεί να συναντήσει κανείς. Δεν είσαι το τέλειο αγόρι, όπως είναι τα αγόρια στις ταινίες ή στα βιβλία,- ποιος είναι άλλωστε τέλειος;- αλλά για εμένα ήσουν το τέλειο, το άπιαστο. Και δεν στο κρύβω, σε ερωτεύτηκα.
Ερωτεύτηκα τον τρόπο που μιλάς, ερωτεύτηκα τον τρόπο που απαντάς, τον τρόπο που φέρεσαι, όλα. Αλλά θα φύγω και είναι τόσο αργά για να αλλάξει αυτή η υπόθεση. Η τάση για εμετό αυξάνεται ώρα με την ώρα και πλέον ουρλιάζω από τον πόνο, όσο τα χέρια μου τρέμουν και τα μάτια μου αρχίζουν να θολώνουν και πάλι από τα δάκρυα.
Μην γράψεις για εμένα ούτε έναν στίχο, ούτε ένα ποίημα. Ούτε καν βιβλίο. Θέλω να με θυμάσαι και να γελάς. Να θυμάσαι πως σε αγαπούσα όσο δεν αγάπησα ποτέ κανέναν. Έχω κάνει πολλές βλακείες στην ζωή μου και έχω μετανιώσει για όλα. Μα δεν μετανιώνω καθόλου που σε γνώρισα. Γιατί είσαι ένα διαμάντι, γεμισμένο με την λάμψη όλων των αστεριών.
Συγγνώμη και κάθε συγγνώμη- αν και ξέρω ότι δεν θα αλλάξει τίποτα- που θα σε αφήσω μόνο σου, δεν θα ήθελα ποτέ να σε αφήσω μόνο σου- θυμάσαι εκείνο το βράδυ που κοντεψα να τρελαθώ και έτρεμα να σε αφήσω μόνο;- ούτε και τώρα θέλω, αλλά έχω πάρει την απόφαση μου.
Δεν ξέρω καν γιατί άρχισα αυτό το γράμμα, ίσως γιατί ήθελα να σου πω μόνη μου όλη την αλήθεια, ήθελα να το μάθεις από εμένα και αν περάσουν μέρες μέχρι να φτάσει στα χέρια σου. Σε αγαπάω, σε παρακαλώ, μην το ξεχάσεις ποτέ σου αυτό. Θα σε αγαπάω για όσο περισσότερο μπορώ και μετά από τον θάνατο μου. Η ψυχή μου δεν θα πάψει ποτέ να σε αγαπάει.
Σκούπισε τα δάκρυα, ξέρω ότι τώρα που θα κλείσω θα αρχίσεις να κλαίς για όλα αυτά. Μην το κάνεις, να ξέρεις ότι θα σε βλέπω και δεν θα μου αρέσει καθόλου αυτό. Σε παρακαλώ, προσπάθησε να μείνεις δυνατός, για μένα και για εσένα. Για εμάς.
Αυτό είναι το αντίο. Θα μου λείψεις, θα μου λείψει η φωνή σου, θα μου λείψουν τα γέλια και οι συζητήσεις μας. Θα μου λείψουν όλα. Μα σε λίγα μόλις λεπτά η ανάσα μου θα έχει κοπεί.»
Το χέρι σταμάτησε αυτόματα και η ανάσα άρχισε να κόβεται.
«Αντίο, μην με ξεχάσεις. Η αγαπημένη σου!»
~~~
Και όχι, δεν θα αυτοκτονήσω:)