Από μικρό κοριτσάκι, θυμάμαι, πάντοτε να κλείνω τα αυτιά μου, σαν περνάει ασθενοφόρο.
Ακούγοντας εκείνον τον διαπεραστικό ήχο, πάντοτε η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και το στομάχι μου γινόταν κόμπος, κάνοντας το άγχος να μεγαλώνει, ώρα με την ώρα, κάνοντας τα μάτια μου, να βουρκώνουν.
Άραγε ποιος δεν είναι καλά, απόψε και κάθε απόψε;Άραγε ποιος πεθαίνει και σήμερα, και τώρα, και αυριο, και μετά; Ποιος θα είναι ο επόμενος; Ποιος δεν άντεξε και τα παράτησε; Ποιος εγκατέλειψε την μάχη; Ποιος το έβαλε κάτω; Ποιος ολοκλήρωσε τον σκοπό του σε αυτή την γη; Ποιος έφυγε;
Και έπειτα σιωπή. Και έπειτα βροχή. Και έπειτα... πόνος!
Μικρή, με θυμάμαι τις βροχερές μέρες να κάθομαι στο παράθυρο και να χαζεύω τα μικρά φωτάκια που έφεγγαν στον δρόμο της πόλης, ακούγοντας τα αυτοκίνητα που περνούσαν, σε συνδυασμό με τις σταγόνες της βροχής.
Τώρα πια, χαζεύω εκείνο το παράθυρο με δάκρυα στα μάτια, όταν ξέρω ότι από το απέναντι μπαλκόνι δεν θα φανεί η μορφή του μικρού αγοριού να παίζει με τα αυτοκινητάκια του, να ζωγραφίζει και να γράφει, να μιλάει στο κινητό και έπειτα να κάθεται με μια κιθάρα στο χέρι, κοιτάζοντας το παράθυρο και τραγουδώντας τραγούδια, που ηρεμούσαν την ψυχή.
Πάντα με φόβιζαν οι αστραπές. Και ιδιαίτερα εκείνη την νύχτα. Πίστευα πως ήταν απλώς μια μπόρα, πίστευα πως όλο αυτό θα περνούσε γρήγορα. Μα κάτι δεν θα ήταν ξανά το ίδιο μετά από εκείνο το βράδυ. Η πληγωμένη μου καρδιά, το ήξερε.
«Πως είσαι;»
Έστειλα γρήγορα, καθώς κατέβαινα τα σκαλιά με της πολυκατοικίας, όταν οι φωνές των κοριτσιών από δίπλα μου, με έκαναν να πάρω το βλέμμα μου από το κινητό και στρέφοντας όλη μου την προσοχή πάνω τους, φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο.Πίστευα ότι θα ήσουν ευτυχισμένος. Πίστευα ότι αφού θα είχες φτιάξει την ζωή σου, όταν επέστρεφα θα ήσουν καλά. Πίστευα ότι όλα όσα έγραφες ήταν κακόγουστες φάρσες και πως δεν θα έφευγες. Πίστευα ότι θα έμενες εδώ, να το παλέψουμε μαζί και εάν δεν ήθελες να τα περάσεις όλα αυτά μαζί μου, με εκείνη και με κάθε εκείνη. Πίστευα ότι δεν θα τα έβαζες τώρα κάτω. Πίστευα. Πίστευα. Πίστευα.
Η νύχτα περνούσε με αργούς ρυθμούς και όπως κατέβαινα από το αστικό, η επιθυμία μου να τρέξω μέχρι το σπίτι σου ήταν αρκετά μεγάλη. Μα πίστευα ότι δεν ήταν σωστό να σε ενοχλήσω. Ήθελες τον χρόνο σου. Έπρεπε να πάρεις τον χρόνο σου.
YOU ARE READING
Μετά τον Θάνατο του|✓
Non-Fiction4η θέση στον Πανηπειρωτικό Διαγωνισμό Εφηβικού Διηγήματος από το Σύλλογο Άρτας «Οι Φίλοι του Βιβλίου» «Πίστευα πως θα ήμουν αρκετή για να σε πείσω να μείνεις. Μα συγχώρεσε με που δεν ήμουν εκεί όταν πραγματικά είχες κάποιον ανάγκη. Σε αγαπάω, να πρ...