Το παιχνίδι είχε αρχίσει. Ένιωσε την παρόρμηση να δαγκώσει τα χείλη της, μια παλιά, ανθρώπινη συνήθεια. Σύντομα θα είχε το τελικό παράγοντα. Σύντομα θα ήταν ολόκληρη ξανά.Σύντομα....
Η Τζόαν μισάνοιξε τα μάτια της. Το δυνατό φως που έμπαινε από τις λεπτές λινές κουρτίνες του δωματίου της, την τύφλωσε. Μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο, στριφογύρισε στο κρεβάτι της βάζοντας το κεφάλι της κάτω από το μαλακό μαξιλάρι. Το ξυπνητήρι της άρχισε να τραγουδάει ένα γιορτινό σκοπό σαν να ήθελε να της υπενθυμίσει την σημαντικότητα της μέρας. Αναστενάζοντας, μπήκε στο μπάνιο, για να πλυθεί και να αλλάξει. Αφού τέλειωσε κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα σκούρα πράσινα μάτια που έκαναν μεγάλη αντίθεση με την σταρένια επιδερμίδα της, την αντίκρισαν χαρούμενα. Σήμερα γίνομαι επιτέλους δεκαοχτώ. Είχε πιάσει τα καστανά μαλλιά της σε ένα χαλαρό κότσο και είχε βάλει στα χείλια της λίγο από το λιπγκλός που της είχε αγοράσει η μητέρα της το προηγούμενο Σάββατο. Ακούστηκε ένας δυνατός ήχος, κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο της κλείνοντας άγρια την πόρτα, η Τζόαν τινάχτηκε ελαφρώς και πήγε αμέσως να δει ποιος είχε εισβάλει στο δωμάτιο της. Ο αδερφός της, ο Μαξ κούνησε το χέρι του και την χαιρέτησε, όπως θα έκανε με κάποιον που βρισκόταν στην απέναντι μεριά του δρόμου. Αν και στο γωνιώδες πρόσωπο του δεν υπήρχε κανένα αποτυπωμένο συναίσθημα, στα μελιά του μάτια κυμάτιζε μια πονηρή λάμψη. Την πλησίασε αργά, υπερβολικά αργά.«Τι κρύβεις εκεί;» τον ρώτησε, γέρνοντας το σώμα της προς τα δεξιά για να δει τι κράταγε στα χέρια του, τα οποία είχε τοποθετημένα στην πλάτη του. Ο Μαξ γούρλωσε τα μάτια του.«Εγώ; Τίποτα;» είπε αθώα.«Μαξ έχεις το ύφος του ψυχοπαθή δολοφόνου» αποκρίθηκε η Τζόαν, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της. Ο αδερφός της χαμογέλασε σκανταλιάρικα και την αγκάλιασε. «Αν είναι να κάνεις έτσι κάθε φορά που θα θες να με αγκαλ» σταμάτησε όμως να μιλάει γιατί από την μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκε να κρατάει ένα μικρό λουλακί κουτάκι.«Χρόνια πολλά μικρή» τραγούδησε χαμογελαστά, ξερόβηξε και ύστερα έκανε μια θεατρινίστικη κίνηση με το χέρι του δείχνοντας το κουτάκι «Άνοιξε το» η Τζόαν ξετύλιξε την ροζ κορδέλα από το κουτί συνειδητοποιώντας, πως αυτό ήταν το πρώτο δώρο γενεθλίων της. Ήταν ένα κόσμημα, ένα κολιέ φτιαγμένο από μια λεπτή ασημένια αλυσίδα, ψηλάφισε με τα δάχτυλα της την όμορφη φτιαγμένη από ασήμι, γυναίκα που φορούσε ένα φόρεμα ίδιο χρώματος με αυτό της αλυσίδας και λίκνιζε το κορμί της στο άκουσμα κάποιας εκστατικής μουσικής.«Ποια είναι;» ρώτησε η Τζόαν χωρίς να πάρει τα μάτια της από το λεπτοδουλεμένο κόσμημα. «Η θεά των λύκων, η θεά μας Τζόαν!» αποκρίθηκε σκανδαλισμένος ο Μαξ από την άγνοια της, εκείνη αρκέστηκε απλώς στο να στριφογυρίσει τα μάτια της. Ήξερε τι θα ακολουθούσε, ο μονόλογος του αδερφού της που θα της εξηγούσε πως η θεά τους που δεν ήξεραν καν το όνομα της, βρήκε την αγέλη του πατέρα τους, του Μπραντ, τους άνοιξε τις αγκάλες της και τους ορκίστηκε πως θα τους προστατεύει, αρκεί να την τιμούν και να την δοξάζουν. Μόλις άρχισε λοιπόν, αυτός ο μονόλογος η Τζόαν μουρμούρισε ένα άντε πάλι και βγήκε από το δωμάτιο.«Είμαστε όλοι υπό την προστασία της, ακόμα και εσύ μικρή» φώναξε ο Μαξ, η Τζόαν μόρφασε, προσπαθώντας να κρύψει πόσο πληγωμένη ένιωσε, καθώς οι λέξεις του αδερφού της έτριψαν ένα ευαίσθητο κομμάτι του εαυτού της. Γνώριζε βέβαια ότι δεν το έλεγε με κακή πρόθεση. Ήταν ευρέως γνωστό πως οι γυναίκες των οικογενειών σαν και την δικιά της δεν μπορούσαν να έχουν σχέση με τον υπερφυσικό κόσμο.«Το ξέρεις Μαξ ότι δεν πιστεύω σε αυτά!» του φώναξε, ενώ βρισκόταν στο χείλος των ξύλινων σκαλιών που οδηγούσαν στο σαλόνι και στην κουζίνα.«Μα δεν γίνεται να μην πιστεύεις, είσαι η κόρη του αρχηγού, ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε με στόμφο ο αδερφός της. Η Τζόαν ξεφύσησε ειρωνικά. Ποιος ο λόγος να πιστεύω σε θεές και λυκάνθρωπους αν δεν μπορώ να ανήκω και εγώ σε αυτόν τον κόσμο σκέφτηκε.«Το ότι είναι αρχηγός μερικών ξεμωραμένων γέρων και ξαναμμένων έφηβων δεν σημαίνει και πολλά» του πέταξε η Τζόαν. Ο αδερφός της γούρλωσε τα μάτια του κοιτάζοντας κάτι πίσω της, η Τζόαν έβρισε από μέσα της και γύρισε για να αντικρίσει τον πατέρα της, με την πιο αθώα έκφραση. Ο ψηλός άντρας με τα μαύρα μαλλιά έσμιξε συνοφρυωμένος τα φρύδια του για λίγο, ύστερα όμως της έριξε ένα βλέμμα έχε-χάρη-που-είναι-τα-γενέθλια-σου. Προσέχοντας το μαλακωμένο βλέμμα του πατέρα της, κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και τον αγκάλιασε.«Χρόνια πολλά κόρη μου» της είπε, ενώ την είχε ακόμα στην αγκαλιά του. Ο Μπραντ έσκυψε προς το μέρος της και τα μαύρα μαλλιά του που οφείλονταν στις ινδιάνικες ρίζες του, της γαργάλησαν την μύτη. «Σήμερα θα αλλάξεις γνώμη για την φυλή μου και την θεά μας, θα πιστέψεις» χάρη της σταρένιας της επιδερμίδας της, δεν έγινε αντιληπτό το κοκκίνισμα στα μάγουλα της. Από την πόρτα της κουζίνας δραπέτευσε η μυρωδιά του καφέ και των τηγανητών. Η Τζόαν ξέφυγε από την αγκαλιά του μπαμπά της και μπήκε γρήγορα στην κουζίνα, έτοιμη να φάει μέχρι σκασμού. Έκατσε σε μια άνετη άσπρη, ξύλινη καρέκλα την στιγμή που η μαμά της άφηνε στο τραπέζι μια τεράστια πιατέλα με τηγανίτες, έσκυψε να την φιλήσει και της ευχήθηκε και αυτή χρόνια πολλά. Σε λίγο, η μικρή κουζίνα τους είχε γεμίσει με όλα τα μέλη της οικογένειας, ο Μπραντ φίλησε την Καρολάιν στο στόμα, κάτι που την έκανε να κοκκινίσει.
YOU ARE READING
Η θεά των λύκων.
Teen FictionΗ Τζόαν, ένα νεαρό κορίτσι, είναι η κόρη του αρχηγού των λυκανθρώπων. Την ημέρα των γενεθλίων της παρακολουθεί για πρώτη φορά την ετήσια τελετή που διοργανώνουν οι αγέλες προς τιμήν της θεάς τους. Όταν όμως η θεά απαιτεί το αίμα του κοριτσιού όλα α...