Κεφάλαιο 2

42 6 0
                                    

«Μαμά σταμάτα να με κουμπώνεις, μπορώ και μόνη μου» η Τζόαν μούγκρισε και απομακρύνθηκε από κοντά της. Η μητέρα της απλώς της χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας μια σειρά από άσπρα δόντια. «Το ήξερα ότι θα σου πηγαίνει, το άσπρο είναι το χρώμα σου» τόνισε, έγειρε το κεφάλι της, παρατηρώντας την, η Τζόαν κοιτάχτηκε στον μεγάλο, επίπεδο καθρέφτη. Η μητέρα της είχε αγοράσει ένα πολύ όμορφο φόρεμα για τα γενέθλια της. Ήταν στράπλες και κοντό αφήνοντας έτσι τους ώμους και τα πόδια της ακάλυπτα. Είχε βάψει τα μάτια της με μαύρο μολύβι που είχε ως αποτέλεσμα να βαθύνει το βλέμμα της.«Μα που είναι ο μπαμπάς τόσες ώρες; Δεν θα έπρεπε να είναι εδώ;» ρώτησε, καθώς καθόταν προσεχτικά σε μια καρέκλα για να μην τσαλακώσει το φόρεμα.«Θα ετοιμάζει την τελετή» απάντησε η μητέρα της, απομάκρυνε το βλέμμα της από τον καθρέφτη και κοίταξε έξω από το παράθυρο «Μην τον περιμένεις»«Και με ποιον θα πάω στην τελετή;» παραπονέθηκε η Τζόαν, πειράζοντας τις πτυχές του φορέματος της.«Με τον Μαξ, μην περιμένεις όμως και πολλά, δεν είναι τίποτα το σπουδαίο» η Καρολάιν κούνησε αόριστα το χέρι της. Η Τζόαν ακολούθησε το βλέμμα της μητέρα της, έξω από το παράθυρο, στην ξερή έκταση που χώριζε το δάσος από το σπίτι της. Της είχε πει παλιά, πως είχαν μετακομίσει σε αυτό το σημείο της πόλης Μποσκ, όταν ο Μπραντ έγινε αρχηγός της αγέλης. Βέβαια τότε, η Τζόαν δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Το βλέμμα της στάθηκε στο δάσος, στο μέρος όπου θα γινόταν η τελετή, σκέφτηκε πόσο απόκοσμο και μυστηριώδες θα φάνταζε εκείνην την ώρα.«Είσαι πολύ όμορφη» σχολίασε η μητέρα της, χαρίζοντας της ένα μητρικό χαμόγελο «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έγινες δεκαοχτώ! Σε θυμάμαι μικρό παιδάκι, με τι πείσμα προσπαθούσες να σταθείς στα δυο σου ποδαράκια...» άρχισε να αναπολεί στιγμές ευτυχίας. Η Τζόαν παρατήρησε το είδωλο της μέσα από τον καθρέφτη, είχε φορέσει το κολιέ που της είχε κάνει δώρο ο αδερφός της. Ένιωσε ένα τσίμπημα άγχους, δυσφορίας και προσμονής καθώς παρατηρούσε τα σμιλευμένα μάτια της θέας. Ο Μαξ καθάρισε το λαιμό του για να τραβήξει την προσοχή τους. Στηριζόταν με το ένα χέρι του στο κούφωμα της πόρτας. «Έτοιμη;»Όταν η Τζόαν του έγνεψε καταφατικά, εκείνος τεντώθηκε και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της σαν πραγματικός τζέντλεμαν. «Εσύ δεν θα έρθεις;» την ρώτησε, η μητέρα χαμήλωσε για μια στιγμή το κεφάλι της. «Μόνο μια γυναίκα από κάθε οικογένεια επιτρέπεται να παρακολουθήσει την τελετή» εξήγησε ο Μαξ, η Τζόαν έμεινε με ανοιχτό το στόμα, γύρισε να κοιτάξει την μητέρα της που είχε καρφώσει το στοργικό της βλέμμα πάνω τους.«Γιατί δεν πας εσύ;» ζήτησε να μάθει, νιώθοντας πως για κάποιο λόγο την πρόδιδε. «Είναι η δικιά σου σειρά Τζόαν, καιρός να πάρεις, και εσύ μια γεύση από την ζωή του πατέρα σου» ανασήκωσε στωικά τους ώμους της. Η Τζόαν ένιωσε ένα παράξενο τσίμπημα φόβου καθώς παρατηρούσε την μητέρα της. Η αίσθηση όμως εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα, όσο είχε εμφανιστεί. Ο αδερφός άφησε έναν αναστεναγμό ανυπομονησίας. Σηκώθηκε από την καρέκλα, φίλησε την μητέρα της στο μάγουλο και έπιασε το προτεταμένο μπράτσο του αδερφού της.Καθώς η Τζόαν προχώραγε προς το δάσος, κοίταξε τον ουρανό, δεν υπήρχε κανένα ίχνος από σύννεφα και αστέρια, μόνο το ολόγιομο φεγγάρι που φάνταζε παράξενα μεγάλο. Με το φως του να έχει σχηματίσει ένα ασημένιο μονοπάτι από το σπίτι μέχρι τον προορισμό τους, έδινε την εντύπωση ότι ήθελε να τους βοηθήσει. «Μαξ;» «Ναι μικρή;» τα μάτια του αδερφού της ήταν στυλωμένα μπροστά.«Έχεις ξαναπάει σε αυτήν την τελετή;» ένιωσε αμήχανα, κάνοντας αυτήν την ερώτηση, ο αδερφός της ξεφύσησε λες και η απάντηση ήταν αυτονόητη. Η Τζόαν στριφογύρισε τα μάτια της αλλά εκείνος δεν το πρόσεξε.«Μα φυσικά, δεν είναι και τόσο συναρπαστικό γεγονός, κρατάει το πολύ μισή με μία ώρα» απάντησε με ψεύτικο βαριεστημένο ύφος, θέλοντας μάλλον να δείξει ότι η διαδικασία δεν του ήταν ούτε άγνωστη, ούτε ενδιαφέρουσα. Δεν τον ρώτησε κάτι άλλο, παρόλο που την κατέτρωγε η περιέργεια, δεν ήθελε να δώσει την ευκαιρία στον αδερφό της να της υποδείξει ότι ήξερε περισσότερα από εκείνη. Είχαν φτάσει στην αρχή του δάσους και ενώ η Τζόαν δίστασε για μια απειροελάχιστη στιγμή, ο Μαξ δεν επιβράδυνε καθόλου το ρυθμό του και χάθηκε για μια στιγμή από τα μάτια της. Εισχώρησε μέσα στις σκιές σαν να ήταν μία από αυτές. ****«Έπρεπε να έχεις φέρει φακό! Τι να μας κάνει το φως του κινητού σου; Δεν βλέπω τίποτα» διαμαρτυρήθηκε η Τζόαν, σκόνταψε για ακόμα μια φορά σε μια πέτρα. Είχε ήδη μετανιώσει που είχε φορέσει το δώρο της μητέρας της. «Σταμάτα να παραπονιέσαι, σχεδόν φτάσαμε» έδειξε με τον δείχτη του μπροστά. Η Τζόαν μπορούσε να διακρίνει ένα αμυδρό φως που συνεχώς δυνάμωνε καθώς πλησίαζαν. Μέχρι να φτάσουν στο συγκεκριμένο σημείο του δάσους όπου θα γινόταν η τελετή, αναγκαζόταν να στηρίζεται σε κορμούς δέντρων. Η σκληρή και τραχιά επιφάνεια τους, τις έγδερνε τα χέρια αλλά δεν την ένοιαζε. «Φτάσαμε» ανακοίνωσε ο αδελφός της με ελαφρώς μελοδραματικό τόνο. Η τελετή λάμβανε μέρος σε ένα μεγάλο ξέφωτο. Τέσσερις φωτιές δέσποζαν κατά μήκος των συνόρων της απαλλαγμένης από δέντρα, έκτασης, προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα θέρμη και περισσότερο φως. Στο κέντρο, είχε φτιαχτεί ένας τέλειος κύκλος από μαύρες, παράξενες πέτρες. Είχαν όλες κυκλικό σχήμα και ήταν λείες, σαν να είχαν σμιλευτεί από τον πιο ταλαντούχο τεχνίτη. Η πανσέληνος που από αυτό το σημείο, έμοιαζε σαν να έχει υφανθεί στον ουρανό, φώτιζε τον κύκλο και έκανε τις πέτρες να μοιάζουν περισσότερο με ασημί παρά με μαύρες. Ο Μαξ την προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς τον πατέρα τους που συζήταγε έντονα με μια μικρή ομάδα ατόμων. Η αγέλη του. σκέφτηκε η Τζόαν. Οι περισσότεροι έδειχναν πάνω από σαράντα χρονών, φόραγαν άνετα ρούχα σε γήινα χρώματα. Ο Μαξ πήρε την θέση του στον κύκλο, δίπλα από τον Μπραντ, μια θέση που του άνηκε δικαιωματικά. Ένας νεαρός του έριξε ένα καχύποπτο βλέμμα. Η Τζόαν μπορούσε να φανταστεί τι σκεφτόταν. Ο Μαξ ήταν ο γιος του αρχηγού, κάποια μέρα θα έπαιρνε την θέση του πατέρα τους. Είχε όμως φτάσει στην ηλικία των είκοσι δύο και ακόμα δεν είχε προκύψει η πρώτη Αλλαγή. Ακόμα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί λυκάνθρωπος, είτε είχε το γονίδιο, είτε όχι. Ο πατέρας τους δεν ανησυχούσε όμως, ο ίδιος είχε Αλλάξει στην ίδια ηλικία που ήταν τώρα ο γιος του. Η υπόλοιπη αγέλη του όμως, είχε αρχίσει να ανησυχεί. Αν ο Μαξ δεν Άλλαζε αυτή την χρονιά, θα έπρεπε να ληφθούν κάποια μέτρα, να γίνουν κάποιες μετατροπές. Οι αγέλες έπρεπε να έχουν αρχηγό, ασχέτως το κόστος. Η Τζόαν τα ήξερε όλα αυτά γιατί πάντα παρακολουθούσε τι έλεγε ο πατέρας τους, ακόμα και αν υποκρινόταν το αντίθετο. . «Πρέπει να της δώσουμε αυτό που ζητάει» φώναξε ξαφνικά ένας από αυτούς, είχε γκρίζα μαλλιά και καφέ μάτια. Ο Μπραντ του έκανε νόημα με το χέρι του να σωπάσει, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν τραβηχτεί από μια αγωνία που η Τζόαν δεν μπορούσε να καταλάβει. Η Τζόαν στεκόταν χωρίς να ξέρει που έπρεπε να πάει, με τον Μαξ να λείπει από το πλευρό της ένιωθε αμήχανα. Άκουσε κάποιον να βηματίζει προς το μέρος της και έστρεψε το βλέμμα της προς τα εκεί. Ένα κορίτσι με κοντά καρέ μαλλιά και γλυκά καστανά μάτια της πλησίαζε. Φορούσε μια χακί φούστα και ένα καφέ αμάνικο μπλουζάκι, στο χέρι της κροτάλιζαν μερικά μπρονζέ βραχιόλια.«Γεια σου είμαι η Πενέλοπε» συστήθηκε. «Θες να κάτσεις μαζί μας;» έστρεψε το βλέμμα της προς τα πίσω, όπου κορίτσια και γυναίκες διάφορων ηλικιών, κάθονταν στο έδαφος πάνω σε κουβέρτες.«Τζόαν» είπε και την ακολούθησε. Η Πενέλοπε κούνησε το κεφάλι της. «Το ξέρω, είσαι η κόρη του μεγάλου αρχηγού» σχολίασε, κοιτάζοντας τον πατέρα της. Η Τζόαν ένιωσε έκπληξη, δεν περίμενε ότι κάποιος από εδώ θα την γνώριζε. Δεν περίμενε ότι το να είναι κόρη του αρχηγού θα είχε κάποιο κύρος, ακόμα και για τα θηλυκά άτομα.«Εγώ είμαι η αδερφή του προσωρινού αρχηγού της αγέλης, των νεότερων λυκάνθρωπων» σήκωσε το χέρι της και έδειξε ένα αγόρι μέσα στον κύκλο όπου βρισκόταν ο αδερφός της και ο πατέρας της. «Μόνο αυτός μπορεί να παρευρεθεί στην τελετή για την θεά, από την νεότερη αγέλη» ο τόνος της είχε μια δόση περηφάνιας. Έκατσαν σε μία άδεια κουβέρτα, η Τζόαν τράβηξε το ύφασμα του φορέματος για να το εμποδίσει από το να ανασηκωθεί.«Έχεις ξανά παρακολουθήσει την τελετή;» την ρώτησε, η Πενέλοπε έγνεψε με μάτια που έλαμπαν.«Γίνεται κάθε χρόνο, δηλώνουν την ευγνωμοσύνης τους και εξασφαλίζουν ότι θα έχουν την προστασία της, σαν να ανανεώνουν ένα συμβόλαιο δηλαδή. Αυτοί θα την λατρεύουν και αυτή θα διασφαλίσει ότι θα ζήσουν πολλά και χαρούμενα χρόνια.» γέλασε και έγειρε το κεφάλι της προς το μέρος της.«Δεν περίμενα να σε δω εδώ. Νομίζω έχεις την πιο φυσιολογική ζωή από όλους εδώ. Γιατί να θες να έρθεις;» η Τζόαν κοίταξε προς τον κύκλο με τις πέτρες. Μια γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά και γαλάζιο παγωμένο βλέμμα, περπατούσε νωχελικά γύρω του.«Ο πατέρας μου, ήθελε να είμαι εδώ, να δω τι ακριβώς σημαίνει να είσαι λυκάνθρωπος, να πάρω μία δόση του υπερφυσικού. Νομίζω θέλει να σταματήσω να αγνοώ οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτόν» δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλου της, είχε μετανιώσει που είχε πει τόσα πολλά, μόλις είχε γνωρίσει το κορίτσι. Η Πενέλοπε γέλασε, δυνατά και αυθόρμητα.«Όλοι αυτό θέλουν, οι γυναίκες τις ζωής τους είναι προορισμένες να ξέρουν, αλλά μόνο αυτό. Εγώ θέλω να ξεφύγω από αυτό το μέρος. Θα πάω κολλέγιο και θα αφήσω πίσω μου αυτήν την ζωή.» ανασήκωσε τους ώμους της και χαμογέλασε για να αλαφρύνει την σοβαρότητα των λόγων της.«Μακάρι να μπορούσε να έρθει η μαμά μου, θα ένιωθα πολύ καλύτερα αν ήταν εδώ» παραδέχτηκε η Τζόαν. H Πενέλοπε την άγγιξε ανάλαφρα στον ώμο, ένα σημάδι αλληλεγγύης δύο κοριτσιών που βρίσκονταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση.«Και εγώ νιώθω πιο άνετα στο σπίτι, αλλά ο αδερφός μου με θέλει εδώ, νιώθει έξω από τα νερά του όταν δεν είναι με την αγέλη του» αναστέναξε «Λοιπόν φτάνει με όλα αυτά, μετά από εδώ κάνουμε πάρτι στο σπίτι μου. Ξέρω ότι είσαι φίλη με την Κείρα, οπότε και καλεσμένη μου, θα έρθετε»«Δεν ήξερα ότι εσύ έκανες το πάρτι» μονολόγησε η Τζόαν «Εννοώ κάποιον από τον κύκλο μας! Καταλαβαίνεις..... Ναι θα έρθουμε» ξεροκατάπιε. Η Πενέλοπε χαμογέλασε.«Είσαι πάντα τόσο νευρική; Χαλάρωσε» η Τζόαν άνοιξε το στόμα της για να υπερασπιστεί τον εαυτό της όταν ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Η γυναίκα με τα μπλε μάτια είχε ρίξει κάποιο είδος σκόνης μέσα στον κύκλο, δημιουργώντας φλόγες από το τίποτα. Οι φλόγες ήταν μια πανδαισία χρωμάτων από μοβ, γκρι και κόκκινο. Απλωνόταν ως επάνω αλλά δεν διέφευγαν από τα όρια του κύκλου. Η γυναίκα είχε σκύψει το κεφάλι της, με αποτέλεσμα τα μαλλιά να πέσουν στο πρόσωπο της και να το κρύψουν. «Μα ποια είναι αυτή;» αναρωτήθηκε φωναχτά.«Η μάγισσα; Την λένε Βανέσα, είναι η μόνη που μπορεί να οργανώσει αυτού του είδους τελετές, η μόνη που μπορεί να καλέσει την θεά όταν την χρειαστούν πραγματικά»«Μάγισσα;» κόλλησε η Τζόαν στην λέξη. «Νόμιζα ότι οι λυκάνθρωποι τις απεχθάνονται»Η Πενέλοπε μόρφασε. «Δεν τις απεχθάνονται. Είναι αλήθεια ότι δεν τους αρέσει να μπλέκονται με άλλα υπερφυσικά όντα. Είναι κλειστοί τύποι, προτιμούν να συνυπάρχουν με ανθρώπους σαν και αυτούς, έχουν όμως και έντονο το αίσθημα της τιμής, της οικογένειας, δεν υπάρχει κάτι που δεν θα έκαναν για τα άτομα που αγαπάνε.» η Τζόαν σήκωσε το βλέμμα της προς τα δύο μέλη της οικογένειας της, τους αγαπούσε και τους δυο πολύ, αλλά η δικιά της αγάπη δεν μπορούσε να παραμεριστεί από αγέλες, ευθύνες και αρχηγίες, η δικιά τους μπορούσε.«Μπορεί να είναι πολλά» είπε η Πενέλοπε, παρατηρώντας την προσεχτικά «Αλλά μην σκεφτείς ούτε για ένα λεπτό ότι δεν θα δώσουν την ζωή τους για εσένα» κοίταξε τρυφερά τον αδερφός της. Η Τζόαν σκέφτηκε τα λόγια της«Χορεύει για να ευχαριστήσει την θεά» της εξήγησε για ακόμα μια φορά το κορίτσι, αφού πρόσεξε την ζωγραφισμένη απορία στο πρόσωπο της Τζόαν. Ένα μεθυστικό άρωμα ταξίδεψε στην ατμόσφαιρα και την ζάλισε. Η μάγισσα χόρευε αργά και αισθησιακά, μουρμουρίζοντας διάφορες λέξεις και ρίχνοντας μια χρυσή σκόνη στην φωτιά. Το χρώμα άρχιζε πάλι σιγά, σιγά να αλλάζει. Ο καπνός που είχε χρώμα γκρι, γαλάζιο και κόκκινο άρχισε να στροβιλίζεται. Ενώ η Τζόαν παρακολουθούσε θαμπωμένη, αναρωτιόταν αν αυτό το θέαμα, ο Μαξ το έβλεπε ως κάτι το μη συναρπαστικό. Η ίδια ένιωθε εκστασιασμένη. Τα έκπληττα βλέμματα του πατέρα της και των υπόλοιπων αντρών την έκαναν να καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια ξαφνική έκρηξη εκσφενδόνισε μακριά την Βανέσα που είχε σταματήσει να χορεύει. Η Πενέλοπε και η Τζόαν σηκώθηκαν ταυτόχρονα, ενώ τα υπόλοιπα κορίτσια ζάρωσαν και πλησίασαν πιο πολύ η μία την άλλη. Η φωτιά έσβησε και το μόνο που απέμεινε ήταν καπνός. Μια άυλη μάζα ή μάλλον... Σώμα άρχισε να σχηματίζεται από τα καπνισμένα απομεινάρια. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, αντίκριζε την θεά τους, κοίταξε το κολιέ της, ήταν ολόιδιες. Όλοι είχαν μείνει παράξενα ακίνητοι, τα μάτια τους ήταν γουρλωμένα και το στόμα τους έχασκε ορθάνοιχτο. Η θεά φάνηκε να ευχαριστιέται με την αντίδραση τους. Η μάγισσα σηκώθηκε και κοίταξε την μορφή καπνού, το πρόσωπο της ήταν αλλοιωμένο από ένα δυνατό, δυσοίωνο συναίσθημα. Το άδειο βλέμμα τη θεάς καρφώθηκε στα μάτια της Βανέσας και της χάρισε ένα χαμόγελο. «Πιστοί μου άνθρωποι» η φωνή της αντήχησε σε όλο το ξέφωτο, δυνατή και μελωδική, αφήνοντας της πίσω μια γλύκα. Η παρέα των κοριτσιών πλησίασε περισσότερο, ενώ η Τζόαν έμεινε στην θέση της μαζί με την Πενέλοπε, που της κρατούσε το χέρι και παρακολουθούσε σιωπηλή με καχύποπτο βλέμμα. «Κάνατε αυτό που σας ζήτησα;» ρώτησε χωρίς περιστροφές. Ο Μπραντ προχώρησε προς τον κύκλο.«Ω θέα μου!» προσφώνησε κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Η θεά φάνηκε να ικανοποιείται και γύρισε προς το μέρος του με μια χορευτική κίνηση. «Μου έφερες ανθρώπινο αίμα θνητέ;» η έκφραση του πατέρα της ήταν ήρεμη, αλλά η Τζόαν μπορούσε να δει την ένταση που ένιωθε να τραντάζει ελαφρώς το κορμί του.«Ναι, θεά μου θα σου δώσω το δικό μου» εκείνη χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που είχε χάσει την προηγούμενη γλύκα του και έδειχνε ψεύτικο. Η Τζόαν αναφώνησε έκπληκτη, έφερε το χέρι της στο στόμα της, νιώθοντας σαν να την είχαν χαστουκίσει. Δεν σοβαρολογούσε ο πατέρας της, έτσι; Κανένας δεν την είχε προετοιμάσει για θυσίες που περιελάμβαναν το αίμα του Μπραντ.«Δεν επιθυμώ το αίμα ενός Μίνκο» είπε κάνοντας μια απορριπτική κίνηση με το χέρι από καπνό. Η Τζόαν ήξερε ότι Μίνκο σήμαινε αρχηγός στα ινδιάνικα. Είχε ακούσει πολλές φορές τον Μαξ να αποκαλεί έτσι τον Μπραντ. Η θεά στράφηκε προς το μέρος όλων των κοριτσιών παρατηρώντας. Το κούφιο βλέμμα της μελετούσε ένα, ένα τα πρόσωπα τους, ώσπου στάθηκε επιτέλους σε ένα. Στης Τζόαν. Σήκωσε το χέρι της, κοιτάζοντας την άγρια και την έδειξε με το δείχτη της.«Εσύ!» γουργούρισε με μια αλλόκοτη λαχτάρα «Tο δικό σου αίμα επιθυμώ» η Τζόαν έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Σαστισμένη, προσπάθησε να σταματήσει, αλλά τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Προχωρούσε παρά την θέληση της. Το τρομοκρατημένο βλέμμα της έψαξε του πατέρα της, ήταν άσπρος σαν το πανί και είχε ανοίξει το στόμα του σαν να ήταν έτοιμος να της φωνάξει. δεν συμβαίνει αυτό σκεφτόταν ξανά και ξανά με απόγνωση.«Όχι θεά μου! Όχι την κόρη μου!» παρακάλεσε ο Μπραντ, πλησιάζοντας και άλλο. «Σιωπή» φώναξε εκείνη και όλοι υπάκουσαν. «Είναι τιμή της που θα μου προσφέρει το αίμα της. Θα έπρεπε να είσαι περήφανος.», η Τζόαν σταμάτησε να περπατάει, όταν πια βρισκόταν τόσο κοντά στον κύκλο που με τα πόδια της ακούμπαγε τις πέτρες. Η θεά άπλωσε το χέρι της και έπιασε μια μπούκλα από τα μαλλιά της. Η Τζόαν μέσα στην αναταραχή της αναρωτήθηκε πως η μπούκλα στεκόταν στο χέρι της σαν να ήταν πλασμένο από σάρκα και όχι από καπνό. Ένιωσε ένα περίεργο γαργάλημα στο κεφάλι της, σαν κάποιος να έξυνε με το νύχι του τον εγκέφαλο της. «Αρκετά», φώναξε η Βανέσα και με πολύ γρήγορες κινήσεις άπλωσε μια ασημί σκόνη γύρω από τον κύκλο. Έσπρωξε την Τζόαν στο διάβα της, παρασύροντας πίσω. Την κοίταξε για μια στιγμή με τα μάτια της να μοιάζουν με γαλάζια στιλέτα.«Τρέχα» είπε την λέξη χωρίς ήχο. «Πως τολμάς;» στρίγκλισε η θεά και κινήθηκε εναντίον της, έπεσε όμως πάνω σε έναν αόρατο τοίχο, γεγονός, που την εξόργισε ακόμα περισσότερο. Η Τζόαν άρχισε να τρέχει προς τα δέντρα, από την αντίθετη μεριά που βρισκόταν η Πενέλοπε, προς το σπίτι της. Καθώς απομακρυνόταν, οι θυμωμένες φωνές της θεάς ξεθώριαζαν, επιβράδυνε το βήμα της νιώθοντας μεγαλύτερη ασφάλεια εκεί, μόνη της, στην μέση του πουθενά, χωρίς να μπορεί να δει τίποτα. Αναστέναξε και έπιασε την τούφα που είχε χαϊδέψει η θεά, την ένιωθε βρόμική. Ξαφνικά ένας πόνος χειρότερος από όσους είχε βιώσει μέχρι τότε, απλώθηκε σε όλο το κορμί της, έκαψε τα σωθικά της. Της ξέφυγε ένα σπαραχτικό ουρλιαχτό που έμοιαζε περισσότερο με ζώου παρά με ανθρώπου. **** «Νομίζετε πως μπορείτε να με σταματήσετε; ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΤΕ;» βόγκηξε η θεά. «Θα σου φέρουμε το κορίτσι» είπε ένας άντρας από την αγέλη του Μπραντ.«Όχι, δεν πρόκειται να συμβεί αυτό, πρέπει να διαλέξεις κάποιον άλλο, άσε εμένα να αντικαταστήσω την κόρη μου, σε παρακαλώ θεά μου» «Όχι, διάλεξα το άτομο, εκείνη είναι η μόνη που μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη μου, αν δεν την φέρετε θα υποφέρει και εκείνη και εσείς», φώναξε εξοργισμένη, προσπαθώντας να σπάσει τα δεσμά του περιορισμένου κλοιού. «Φέρτε την μου, αλλιώς θα την σκοτώσω», τους προειδοποίησε.«Δεν θα έκανες κάτι τέτοιο» την προκάλεσε ο Μπραντ, προσπαθώντας να πιστέψει τα λόγια του, εκείνη απλώς χαμογέλασε. Ο χειρότερος εφιάλτης του γινόταν πραγματικότητα. Ένα ουρλιαχτό που του ξέσκισε την καρδιά, ακούστηκε από το δάσος. Η Βανέσα έτρεξε προς το μέρος οπού ακούστηκε, ο αρχηγός την παρακολούθησε να χάνεται νιώθοντας μια ελάχιστη ανακούφιση.«Αφού δεν ικανοποιήσατε την επιθυμία μου θα υποστείτε τις συνέπειες. Κανένας άντρας λυκάνθρωπος δεν θα μπορεί να κάνει παιδί, όλα θα γεννούνται νεκρά. Μόνο όταν μου φέρεις την κόρη σου, η κατάρα θα φύγει από πάνω σας» κούνησε τα χέρια της, η μορφή της μετατράπηκε σε κάτι σκοτεινό και τερατώδες, με λίγα απλά λόγια και κάποιες κινήσεις των χεριών της είχε καταφέρει να καταδικάσει την μοίρα όλων και κυρίως της Τζόαν. Έπειτα εξαφανίστηκε, αφήνοντας μονάχα υπολείμματα στάχτης. ***Η Βανέσα δεν άργησε να βρει το κορίτσι, ήταν ξαπλωμένο στο κρύο έδαφος με κλειστά τα μάτια της. Είχε σχηματίσει τα χέρια της σε γροθιές, ήταν τόσο σφιγμένες, που οι κλειδώσεις της ξεχώριζαν, λευκές και τεντωμένες. Ζούσε. Η Βανέσα ένιωσε βαθιά έκπληξη, ήταν η πρώτη κοπέλα που είχε περάσει την δοκιμασία και είχε υπομείνει τον πόνο. Όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα πλάσματα είχαν βρει τρόπο να αυτοκτονήσουν, οι περισσότερες κρατώντας την αναπνοή τους. Ήξερε τι σήμαινε αυτό, και ήταν πολύ επικίνδυνο. Το κορίτσι με τα φωτεινά πράσινα μάτια είχε περάσει την δοκιμασία και αυτό την έκανε κατάλληλη. Η μάγισσα ήξερε τι έπρεπε να κάνει, πρώτα θα της απάλυνε τον πόνο και ύστερα θα την σκότωνε. Η Τζόαν δεν θα ένιωθε σχεδόν τίποτα, σαν να είχε πέσει για ύπνο χωρίς την δυνατότητα να ξυπνήσει. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, δεν μπορούσε να επιτρέψει τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν αν η κόρη του αρχηγού έμενε ζωντανή. «Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε το κορίτσι με ραγισμένη φωνή, η Βανέσα γονάτισε δίπλα της.«Με λένε Βανέσα, ήρθα να σε βοηθήσω»«Κάντο να σταματήσει, σε παρακαλώ... Δεν το αντέχω» μουρμούρισε η κόρη του αρχηγού, μικρά δάκρυα ξέφευγαν από τα μάτια της και κατρακυλούσαν στα μάγουλα της. Μισάνοιξε τα βλέφαρα της και είδε την μάγισσα να στέκεται από πάνω της με ψυχρό πρόσωπο. Η Τζόαν ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο πρόσωπο της, ο πόνος άρχισε να υποχωρεί. Βαριά εξάντληση κυρίευσε το νου της, το κορμί της. Την στιγμή που η Βανέσα ετοιμαζόταν να την σκοτώσει, σήκωσε το χέρι της με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια και ακούμπησε το δροσερό μάγουλο της γυναίκας με τα έκπληκτα λαμπερά μάτια.«Σε ευχαριστώ», ψιθύρισε πριν πέσει στο απόλυτο σκοτάδι.Σε ένα τίποτα που ήταν τα πάντα.

Has llegado al final de las partes publicadas.

⏰ Última actualización: Mar 26, 2020 ⏰

¡Añade esta historia a tu biblioteca para recibir notificaciones sobre nuevas partes!

Η θεά των λύκων.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora