1. ΠΑΡΕΛΑΣΗ

6 2 0
                                    


***«Βιάσου, Μιράντα» ἡ γλυκιά, ἀνήσυχη φωνὴ τῆς ῞Ελενας ἀντήχησε ἀπὸ τὴν μπροστινὴ αὐλή.

«Δὲ θὰ ἤθελες νὰ ἀργήσουμε φαντάζομαι, ἔτσι;» ἔλαμψε μὲ ἕνα πονηρὸ χαμόγελο ἀπὸ μακριά.

«Σὲ ἕνα λεπτὸ τελειώνω, ῞Ελενα» τῆς ἐπιβεβαίωσε ἡ Μιράντα, φτιάχνοντας τὸ κολιὲ τῶν ἀστραφτερῶν ἀμεθύστων στὸ λαιμό της.

Τὸ μακρύ, κυανό της φόρεμα κολάκευε κάθε πτυχὴ τοῦ ποθητοῦ της σώματος, καθῶς τὰ κυματιστὰ μαλλιά της βουτοῦσαν λαμπερὰ στὶς γοητευτικὲς καμπύλες τῆς πλάτης της. ῎Επρεπε νὰ δείχνῃ στὰ καλὺτερά της στὴν ἑορτὴ ἵδρυσης τοῦ ῏Ασγουντ, ὅπως ἤρμοζε στὴν κόρη τοῦ δημάρχου.

 ῾Ο πατέρας της, ὁ Μπρόντερικ Νάντες, εἶχε ἀναλάβει τὴ θέση ἐδῶ καὶ 15 χρόνια, καὶ τὸ ἀγαπημένο της ἐξοχικὸ χωριὸ ἐπιβίωνε ἐξαίσια κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θητείας του. Καὶ σήμερα, 90 χρόνια ἀπὸ ὅταν ὁ πρῶτος κάτοικος λάξευσε τὴν πέτρα του στὰ ξερόχορτα τοῦ χωριοῦ, ἕνα θαυμαστὸ πανηγύρι διοργανωνόταν. Μιὰ μικρὴ παρέλαση θὰ περπατοῦσε τὸ δρόμο ἀπὸ τοὺς λόφους τῆς Τζέσαλυν κοντὰ στὰ νοτιότερα προάστια, κατὰ τὸ μῆκος τῆς κεντρικῆς πλατείας, στὶς παλιὲς φάρμες καὶ τὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ καὶ τέλος, καταλήγοντας ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὰ ἄλση τοῦ Σκιεροῦ Δάσους. Οἱ διοργανώσεις περιελάμβαναν γελωτοποιούς, δοκιμασίες κρασιῶν, καθῶς καὶ συμπόσια στὴν ταβέρνα τοῦ Ντιν, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπακολουθοῦσαν, ἑνῶ δύο περίφημες φωτιὲς ἤδη ἄναβαν, στημένες ἔξω ἀπὸ τὸ Δημαρχεῖο καὶ τὸ Σκιερὸ Ποτάμι.

   ᾿Επιβιβαζόμενη στὴν ἄμαξα ποὺ εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας της, μὲ τὸν ἔμπιστο ὁδηγό του Λουί, καὶ τῆς πιὸ καρδιακῆς της φίλης, τῆς ῞Ελενας, ἀπόλαυσε τὸ φωτισμένο νυκτερινὸ οὐρανὸ καὶ τὶς χορῷδίες ποὺ ἤδη μποροῦσε νὰ ἀκούσῃ νὰ πλησιάζουν, δίπλα στὸν κρότο ἀπὸ τὶς ὁπλὲς τῶν ἀλόγων.

«Θὰ δώσῃς στὸν Μάικλ τόσους πολλοὺς λόγους νὰ χαμογελὰσῃ σήμερα» εἶπε ἡ ῞Ελενα, μὲ τὸ περίτεχνο μαῦρο της φόρεμα καὶ τὰ ἀρωματικὰ χρυσάνθεμα ποὺ στόλιζαν τὸ ἀνοιχτόχρωμο δέρμα της νὰ λαμπυρίζουν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ δολεροῦ μισοφέγγαρου τῆς Σελήνης.

῾Η Μιράντα κοκκίνισε, καὶ τὰ ῥοδαλά της μάγουλα συνωμοτοῦσαν μὲ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ἐμφάνισής της γιὰ νὰ τῆς προσδώσουν ἐκείνη τὴν ντελικάτη ὀμορφιά: ἤθελε, πράγματι, νὰ τοῦ δώσῃ λὸγους νὰ χαμογελᾷ. Εῖχε καταλάβει βδομάδες τώρα πὼς κρατιόταν, λόγω τοῦ φόβου της νὰ ἀνοιχτῇ σὲ κάποιο ἄτομο, νὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ τὰ ὄριά της. ᾿Αλλὰ ὁ Μάικλ Γουὲλς ἦταν ἕνα ἀγόρι ἐμφανέστατα ἐρωτευμένο μαζί της, φλερτάροντάς την ἀδιαλείπτως μὲ τὰ μάτια του, ὅποτε ἐκεῖνα συναντοῦσαν τὰ δικά της. Τὸ ψηλό, γεροδεμένο σῶμα του καὶ οἱ στιβαροί του μῦς εἶχαν πολλὲς φορὲς ὑπάρξει οἱ πρωταγωνιστές, ἢ τουλάχιστον μέρος, τῶν ὀνείρων της.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Apr 14, 2020 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

ΣΚΙΕΡΟ ΔΑΣΟΣWhere stories live. Discover now