Κεφάλαιο 3

11 0 0
                                    

Δεν έπρεπε να βγει από το σπίτι. Δεν έπρεπε να παρακούσει τον πατέρα της, αλλά φόβος την είχε κυριέψει για την οικογένεια της, έπρεπε να πάει κοντά στους γονείς της 'Θάλεια είσαι ακόμη αδύναμη, δεν θα έπρεπε να φύγεις από το σπίτι' της επανέλαβε η Λέλα ανήσυχη 'Καλά είμαι, και εξάλλου δεν μπορώ να μείνω σπίτι ξέροντας πως δεχόμαστε επίθεση από κάποιον' 'Πρέπει να βρούμε τους υπόλοιπους και γρήγορα' στάθηκε μπροστά τους ο Μάρκος κοιτώντας γύρω τους καχύποπτα ΄Πρέπει να βρω τους γονείς μου' αποκρίθηκε η Λέλα 'Μάρκο πρέπει να βρούμε τη γιαγιά πριν πάμε στους γονείς μας' 'Δεν γίνεται να χωριστούμε, είναι επικίνδυνο' την κοίταξε ο αδερφός της έντονα, ανήσυχος 'Κοίτα, το σπίτι της γιαγιάς δεν είναι μακριά από μας, πήγαινε με την Λέλα και θα έρθω να σας βρω' 'Αποκλείεται, ούτε να το σκέφτεσαι' είπε ακάθεκτα 'Μάρκο δεν έχουμε χρόνο' ξεφύσηξε 'Θα είμαι καλά, δεν θα συμβεί τίποτα, θα πάρω τη γιαγιά και θα έρθω να σας βρω' ο Μάρκος ήταν σε δίλημμα, από τη μία σκεφτόταν την γιαγιά και από την άλλη φοβόταν για την ασφάλεια της Θάλειας ενώ έπρεπε να βρει τους άλλους 'Θα είμαι ασφαλής' του επανέλαβε 'Εντάξει' συμφώνησε με μισή καρδιά 'Αλλά θέλω να προσέχεις, να προσέχεις πολύ' 'Θα προσέχω, το υπόσχομαι, και εσείς να έχετε το νου σας, να προσέχετε' και με μια τελευταία ματιά χωρίστηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.


Ποτέ πριν στη ζωή της δεν ένιωσε άχρηστη όσο τώρα, ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε, και τώρα οι ζωές όλων βρίσκονταν σε κίνδυνο. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα καθώς κατευθύνθηκε προς το σπίτι της γιαγιάς της. Πριν όμως κάνει ένα βήμα περαιτέρω, ένιωσε τη γη από κάτω της να τρέμει και γινόταν όλο και πιο έντονο το τρέμουλο όταν ξαφνικά φωνές έφτασαν στα αυτιά της ή για την ακρίβεια γρυλητά. Η γη άνοιξε στα δύο και από μέσα ξεπρόβαλαν περίεργα πλάσματα. Πάγωσε, ήθελε να ουρλιάξει, αλλά η φωνή της είχε κλείσει από τον φόβο. Πλάσματα που ήταν αδύνατο να φανταστεί κάποιος πως θα μπορούσαν να υπάρχουν. Είχαν ανθρώπινη μορφή αλλά τερατίσια εμφάνιση, το δέρμα τους έμοιαζε σαν σαπισμένο κρέας, ενώ ήταν καλυμμένοι μέσα στο χρώμα. Ήταν μεγαλόσωμα και την ξεπερνούσαν στο ύψος τουλάχιστον τρία με τέσσερα κεφάλια. Ήθελε να τρέξει, να κρυφτεί αλλά είχε πετρώσει κυριολεκτικά. Ο Μάρκος την είχε προειδοποιήσει να προσέχει αλλά είχε το προαίσθημα πως δεν θα κρατούσε τελικά την υπόσχεση που του έδωσε, δεν ξέρει καν αν θα κατάφερνε να δει τους δικούς της. Απόψε θα πέθαινε, μόνη και αδύναμη. Τα πλάσματα έβγαλαν τρομαχτικούς βρυχηθμούς, την είχαν εντοπίσει, τα λευκά, κενά μάτια τους κοίταγαν μέσα στα δικά της και σύρθηκαν προς το μέρος της. Γύρισε και προσπάθησε να τρέξει αλλά τα πόδια της δεν μπορούσαν να κινηθούν, το χώμα τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια της κρατώντας την ακίνητη. Την πλησίασαν απειλητικά, έτοιμα να της ορμήσουν και να την ξεσκίσουν σαν να είναι ένα κομμάτι κρέας, και μόνο που τους έβλεπε ένιωθε αηδία και ανακατωσούρα στο στομάχι της. Την άρπαξε από τον λαιμό, τα μακριά κίτρινα νύχια του της έγδαραν τον λαιμό προκαλώντας της πόνο, τα χέρια του έσφιξαν γύρω από τον λαιμό της, και την σήκωσαν από το έδαφος, ένιωσε την ανάσα να της κόβεται, πανικόβλητη με τα χέρια της άρπαξαν το χέρι του πλάσματος προσπαθώντας να τον κάνει να την αφήσει. Ένιωσε την βρομερή του ανάσα στο πρόσωπο της, ένιωθε πως πνιγόταν, άρχισε να τραντάζει το σώμα της, άρχισε να κουνάει τα πόδια της προσπαθώντας να τον κλοτσήσει, όλα γύρω της άρχισαν να μαυρίζουν, τα βλέφαρα της βάρυναν, και τα χέρια της έπεσαν κάτω στο πλάι, δεν της είχε μείνε άλλη δύναμη για να παλέψει. Όταν φαινόταν πως όλα τελείωσαν ένιωσε μία ξαφνική θερμότητα να την περιτριγυρίζει, το απόκοσμο πλάσμα ουρλιάζοντας από τον πόνο την ελευθέρωσε από την λαβή του, και έπεσε στο χώμα με δύναμη. Απεγνωσμένα άρχισε να παίρνει ανάσες όμως άρχισε να πνίγεται, και να βήχει, νόμιζε πως πέθαινε, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα ζευγάρι χέρια στον λαιμό της. Ήταν δροσερό το άγγιγμα και την ανακούφισε, σύντομα ο πόνος στο λαιμό της υποχώρησε, μπορούσε να αναπνεύσει. Η θολούρα διαλύθηκε και όταν μπόρεσε να κοιτάξει καθαρά, είδε την γιαγιά της να στέκεται δίπλα της 'Γιαγιά' είπε με ανακούφιση 'Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω, νόμιζα πως θα πέθαινα' 'Θάλεια παιδί μου δεν έχουμε χρόνο πρέπει να με ακούσεις με προσοχή' είπε γρήγορα και την βοήθησε να σταθεί στα πόδια της 'Περίμενε γιαγιά...τι είναι αυτά τα πλάσματα, πως μπόρεσες να με σώσεις ?' 'Δεν θα μπορούσα να σε είχα σώσει αν δεν είχα την βοήθεια του Άλεξ' 'Ο Άλεξ?' και γύρισε πίσω της βλέποντας τον Άλεξ να παλεύει με τα πλάσματα, ήταν γρήγορος και τους εκτόξευε φωτιά, το χάρισμα του Άλεξ ήταν η φωτιά αλλά η γιαγιά της ? και ενστικτωδώς έπιασε τον λαιμό της, δεν υπήρχε πόνος ή πληγή και αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα, η γιαγιά της είχε το χάρισμα να θεραπεύει 'Θάλεια παιδί μου πρέπει να με ακούσεις' τράβηξε την προσοχή της από την σκηνή μπροστά της 'Πρέπει να κρυφτείς, να φύγεις το χωριό μέχρι να τελειώσει η μάχη' 'Τι ? Όχι, δεν πάω πουθενά' 'Θάλεια δεν μπορείς να παλέψεις με αυτά τα πλάσματα, μόλις απέκτησες το χάρισμα δεν ξέρεις πως να το χρησιμοποιήσεις, δεν μπορούμε να έχουμε το μυαλό μας σε σένα ενώ μαχόμαστε' 'Γιαγιά έλα μαζί μου τουλάχιστον, είναι επικίνδυνο και για σένα' η γιαγιά της την κοίταξε με θλίψη 'Δεν μπορώ κόρη μου, οι άνθρωποι μας χρειάζονται' 'Δεν καταλαβαίνω, γιατί τώρα?' είπε έντονα 'Είναι τόσα που δεν ξέρεις και τόσα που έχω να σου πω όμως από ότι φαίνεται η μοίρα τα έφερε αλλιώς τα πράγματα. Πρέπει να είσαι δυνατή ότι και να γίνει, να εμπιστεύεσαι το ένστικτο σου και να θυμάσαι ότι όσο μακριά και αν είμαστε πάντα θα σε αγαπάμε και εσένα και τον αδερφό σου' η φωνή της γιαγιάς της στο τέλος έσπασε 'Γιατί νιώθω πως μου λες αντίο γιαγιά?' σιωπηλά δάκρυα κύλησαν στα μάτια της 'Πρέπει να φύγεις' της έσφιξε τα χέρια 'Άλεξ, είναι ώρα΄ του φώναξε και σε κλάσματα δευτερολέπτων εμφανίστηκε μπροστά τους 'Να μου την προσέχεις Άλεξ σε παρακαλώ' 'Με τη ζωή μου΄ της ορκίστηκε. Τους αγκάλιασε και τους δύο σφιχτά 'Να προσέχετε, και μην χωριστείτε, είστε το μέλλον των ανθρώπων μας' τους είπε προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμη. Ήθελε να μιλήσει αλλά πριν προλάβει είδε από απόσταση κάτι να τους πλησιάζει, μαύρος καπνός κατευθύνθηκε προς το μέρος τους καταπίνοντας ότι έβρισκε στο δρόμο του. Έβγαλε μια κοφτή ανάσα βλέποντας παγωμένη πόσο γρήγορα τους πλησίασε. Τους έσπρωξε 'Άλεξ, γρήγορα παρ την και φύγετε. Τώρα! Το σκότος είναι εδώ' χωρίς άλλη κουβέντα ο Άλεξ την έπιασε και άρχισε να την τραβάει 'Όχι, όχι Άλεξ, δεν μπορούμε να την αφήσουμε πίσω' τραβήχτηκε προσπαθώντας να απελευθερωθεί από την λαβή του 'Όχι, όχι' κραύγασε ΄Σε παρακαλώ΄ 'Θάλεια' σταμάτησαν και γύρισε να την κοιτάξει 'Έδωσα τον λόγο μου στη γιαγιά σου πως δεν θα πάθεις τίποτα, και θα τον κρατήσω' και την σήκωσε από το έδαφος και την έβαλε στους ώμους του αρχίζοντας να τρέχει 'Όχι, όχι' κοίταξε την γιαγιά της να στέκεται ακίνητη βλέποντας τους να απομακρύνονται 'Γιαγιά, γιαγιά' φώναξε 'Τρέξτε, τρέξτε και μην κοιτάξετε πίσω' τους φώναξε πριν την καταπιεί το σκότος. Τα δάκρυα κύλισαν ελεύθερα, σιωπηλά, όσο πιο μακριά τους έπαιρνε ο Άλεξ τόσο περισσότερο το βάρος στην καρδιά της μεγάλωνε.


Η σιωπή ήταν αποπνικτική, αλλά δεν ήξερε τι υποτίθεται να πει, οι σκέψεις της ήταν διάσπαρτες και μπερδεμένες. Ήθελε απαντήσεις και αυτές τις απαντήσεις μπορούσε να τις δώσει μόνο η οικογένεια της 'Γιατί δεν πρόσεξα τίποτα ?' ήχησε η φωνή της μέσα στη σπηλιά 'Τόσα χρόνια πως γίνεται να μην αντιλήφθηκα τίποτα? Γιατί δεν μου είπαν για το χάρισμα νωρίτερα Άλεξ?' τα μάτια της εστιασμένα στις σπίθες που πετάγονταν στον αέρα από τα μισοβρεγμένα ξύλα ' Για να σε προστατέψουν' κάθισε δίπλα της 'Κανείς δεν πρέπει να μάθει για το χάρισμα πριν κλείσει τα δεκαεπτά, οι ζωές μας πάντα βρίσκονταν σε κίνδυνο εξαιτίας του χαρίσματος, ακόμη και όταν αποκτούμε το χάρισμα απαγορεύεται να το χρησιμοποιήσουμε εκτός και αν πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Όταν έκλεισα τα δεκαεπτά και απέκτησα το στοιχείο της φωτιάς έμαθα πως το χωριό μας είναι αποκλεισμένο για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Όταν οι οικογένειες μας ήρθαν εδώ πριν ακόμη γεννηθούμε έφτιαξαν ένα τοίχος προστασίας. Απόψε το τοίχος αυτό έσπασε.' 'Γιατί όμως ?' 'Κάποτε ειπώθηκε πως η Σελήνη δημιούργησε μία ιερή πέτρα δίνοντας ένα μέρος της ζωής της στην πέτρα για να αποκαταστήσει την ισορροπία της φύσης πριν καταστραφεί η γη, όμως αυτή η πέτρα βρέθηκε στα χέρια των προγόνων μας, και αυτοί θυσιάστηκαν για να επιστρέψουν την ιερή πέτρα στην Σελήνη. Η Σελήνη είδε την αυτοθυσία και την αγνότητα τους και έτσι ευλόγησε τις επόμενες γενιές με το χάρισμα. Γίναμε οι άνθρωποι της Σελήνης, όμως υπήρξαν αυτοί που ήθελαν την πέτρα για τον εαυτό τους, άνθρωποι και αθάνατοι. Μέχρι σήμερα όλοι πιστεύουν πως έχουμε την πέτρα της Σελήνης' 'Αυτό...αυτό είναι τρελό' είχε μείνει άφωνη 'Δεν μπορώ να το πιστέψω' τον κοίταξε 'Και τώρα ? Τώρα τι θα γίνει ?' 'Δεν ξέρω Θάλεια, πραγματικά δεν ξέρω. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι να περιμένουμε και να ελπίζουμε ότι όλα θα πάνε καλά' τον κοίταξε αβέβαιη 'Θα πάνε όλα καλά όμως ? Θα τους ξαναδούμε ?' ο φόβος για το αβέβαιο την έκανε να τρέμει και να αγχώνεται 'Δεν ξέρω Θάλεια αλλά ότι και να γίνει θα είμαι δίπλα σου' και την πήρε αγκαλιά προσφέροντας της την ασφάλεια που απεγνωσμένα ήθελε να νιώσει. Δεν ήξερε τι θα τους έφερνε το αύριο αλλά εκείνη η στιγμή η αγκαλιά του Άλεξ πήρε όλα τα βάρη που ένιωθε στην καρδιά της, και για την στιγμή ήταν αρκετό.

Η Πέτρα Της ΣελήνηςWhere stories live. Discover now