Τίτλος: τα πιο υπέροχα
Λέξεις: 595
Σχέσεις: Ντάλια Χατζηαλεξάνδρου / Αλέξης Στεργίου
Περίληψη: τη νύχτα των Χριστουγέννων την περνάνε στο ίδιο κρεβάτι. Ο Αλέξης έχει συναισθήματα.
----
Η Ντάλια κοιμάται πρώτη. Νιώθει λίγο λες και δεν θα μπορέσει να κοιμηθεί ξανά – λες και δεν θα μπορέσει ποτέ να βάλει την καρδιά του σε τάξη. Το διαμέρισμα γύρω τους είναι απολύτως ήσυχο και, αν κλείσει τα μάτια του, μπορεί να φανταστεί πως βρίσκεται σε έναν κόσμο όπου ο μοναδικός ήχος είναι η ανάσα της Ντάλιας. Αλλά ακόμη και αυτό, αυτή η προοπτική, δεν μπορεί να τον πείσει να κλείσει τα βλέφαρα. Όχι, όταν την έχει δίπλα του. Όχι, όταν είναι επιτέλους ελεύθερος να την κοιτάξει.
Το πρόσωπο της είναι πιεσμένο στο μαξιλάρι, γύρω της να απλώνονται ατέλειωτα τα μαλλιά της, μπούκλες-μπούκλες τόσο πυκνές, ακατάστατες τώρα από τα δάχτυλα του. Μια τούφα έχει πέσει μπροστά στα μάτια της, αλλά η κίνηση του σώματος της καθώς αναπνέει είναι τόσο πολύτιμη που φοβάται να απλώσει το χέρι του και να την απομακρύνει. Το μακιγιάζ στο πρόσωπο της έχει πασαλειφτεί λίγο, το μαύρο στα μάτια της, εκεί που φιλούσε τα βλέφαρα της καθώς την κρατούσε, ξανά και ξανά. Από όλες τις εικόνες στη ζωή του, αυτή θέλει να κρατήσει πιο κοντά στην καρδιά του, να την σπρώξει μέσα στο στέρνο του και να της δώσει ένα σπίτι στα κόκαλα του.
Το χέρι της είναι ακουμπισμένο δίπλα στο κεφάλι της, ανάμεσα τους, με τα δάχτυλα μισόκλειστα λες και περιμένει κάποιον να χώσει τη χούφτα του ανάμεσα τους. Ο Αλέξης πλησιάζει δειλά το δικό του, νιώθοντας τις άκρες των δαχτύλων του να ακουμπάνε τον καρπό της.
Όλη του τη ζωή νιώθει σαν πλανήτης, κολλημένος στον άξονα του και επίκεντρο η Ντάλια. Όλη του η ζωή στιγματισμένη από τους Χατζηαλεξάνδρου. Το πιο απλό κομμάτι ίσως να ήταν ο πατέρας της, ο θαυμασμός που του προκαλούσε, αυτό που τον ώθησε να ακολουθήσει τις σπουδές του, να ονειρευτεί αυτή τη ζωή. Και το άλλο: η ίδια. Όσο εκείνος αρίστευε στο σχολείο, γράφοντας εκθέσεις με τίτλους «η ονειρική μου δουλειά» και έπαιρνε τις βραβεύσεις τη μία μετά από την άλλη, γυρνούσε σπίτι για να βρει τους γονείς του να τσακώνονται πάνω από το τραπέζι της κουζίνας. Πάντα για εκείνον η δουλειά του πατέρα του ήταν ευχή όσο και κατάρα. Από τη μία τα όνειρα του και από την άλλη η σχέση του με τον πατέρα του. Η πιο έντονη ανάμνηση που έχει από εκείνον είναι από τους καβγάδες στην κουζίνα, ο Αλέξης από το πλατύσκαλο της σκάλας, να παρακολουθεί μέσα από τα κάγκελα.
Όταν γνώρισε πρώτη φορά την Ντάλια περίμενε πως θα την μισούσε για αυτό, για τις αναμνήσεις που είχε από τον πατέρα του. Δεν το έκανε ποτέ. Όπως και δεν μίσησε ποτέ τον πατέρα του. Δεν θα μπορούσε ποτέ να τον μισήσει επειδή ήξερε πως είχε πολλή αγάπη να δώσει: απλώς εκείνος και η μητέρα του δεν ήταν οι κατάλληλοι αποδέκτες. Δεν θα μπορούσε ποτέ να τον μισήσει επειδή και ο Αλέξης έχει πολλή αγάπη να δώσει. Περισσότερη από όση μπορεί να αντέξει ίσως.
Το φεγγαρόφως γλιστράει από το παράθυρο και λούζει το κρεβάτι, το κρεβάτι τους. Έστω και για αυτό το βράδυ, σκέφτεται ο Αλέξης, αυτό είναι το κρεβάτι μας. Το χέρι της Ντάλιας είναι εκεί και ίσα που το ακουμπάει με τις άκρες των δαχτύλων του. Την παρακολουθεί να μετακινείται λίγο, μέσα στον ύπνο της, η τούφα να κινείται στο πρόσωπο της. Η ευχή και κατάρα των παιδικών του χρόνων ήρθε για να καταλήξει εκεί, σε αυτή τη στιγμή. «Σε αγαπάω», ψιθυρίζει και τυλίγει τα δάχτυλα του στα δικά της. Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν μπορεί να τα προβλέψει κανείς και μερικές φορές αυτά, τα απροσδόκητα, είναι και τα πιο υπέροχα. Αυτά, τα απροσδόκητα, είναι και τα πιο σημαντικά.
YOU ARE READING
στο παρά 5 || fanfic collection
Fanfictionόλα τα φανφικ που έχω ανεβάσει στο ao3 και δεν είναι αρκετά μεγάλα για να γίνουν ξεχωριστά βιβλία