Κάθομαι στο σημείο που ξεκίνησαν όλα. Εκεί πέρα που γνώρισα αυτό το μυστηριώδες αγόρι. Εκεί πέρα που μου πρώτο έδωσε σημασία. Εκεί πέρα που με έκανε να αισθανθώ κάποια . Εκεί πέρα που επιτέλους αισθάνθηκα ότι ανήκω σε κάποιον . Σε εκείνο το παγκάκι κάτω από το πεύκο . Καπνίζω το τσιγάρο μου μες τον τρόπο που μου έμαθε ΑΥΤΟΣ . Κοιτάζοντας την βροχή που πέφτει με ορμή και κτυπάει το χώμα . Η μάλλον το αγκαλιάζει πιθανόν για τελευταία φορά . Έτσι όπως έκανε και αυτός . Μέσα στην βροχή παρατηρώ ένα αμάξι στο απέναντι πεζοδρόμιο . Κάποιος βγήκε από την πόρτα του οδηγού . Και είναι ΑΥΤΟΣ . Μετά από τόσα χρόνια τον ξανά βλέπω μπροστά μου . Έχει αλλάξει πολύ από το λύκειο . Ανοίγει την πίσω πόρτα και βγαίνουν δυο παιδιά . Δεν του μοιάζουν καθόλου . Από την θέση του συνοδηγού βγαίνει μια γυναίκα .Σε αντίθεση αυτή του μοιάζει πολύ . Μοιάζουν με οικογένεια έτσι όπως τους κοιτάω . Ένας άντρας βγαίνει από την πολυκατοικία και φιλάει στο στόμα την γυναίκα ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζει τα παιδιά . Τελικά αυτός είναι ο πατέρας . Μπαίνουν μέσα .ΑΥΤΟΣ κλειδώνει το αμάξι αλλά δεν τους ακολουθεί. Το αντίθετο κατευθύνεται προς το παγκάκι και συγκεκριμένα αυτό που κάθομαι εγώ . Έρχεται με γρήγορα βήματα γιατί βρέχεται. Λίγο πριν καθίσει με παρατηρεί . Δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία . Το άρωμα του έχει παραμένει ίδιο με μια μικρή διάφορα . Τώρα είναι πιο αρρενωπό . Βγάζει τα τσιγάρα του και ψάχνει για αναπτήρα . Χωρίς να πω τίποτα η να πει αυτός τίποτα του δίνω τον δικό μου . Με κοιτάζει μου χαμογελάσει και τον παίρνει να ανάψει το τσιγάρο . Όλο αυτό μου θυμίζει παλιές αναμνήσεις . Χωρίς να το καταλάβουμε καπνίζουμε με τον ίδιο τρόπο . Με κοιτάζει παρατηρώντας με . Με κατάλαβε . Δεν το πιστεύει . Ούτε εγώ το πιστεύω ότι θα τον ξαναέβλεπα . Νόμιζα ότι θα έφευγε πάλι η δεν θα μου έδινε σημασία αλλά όχι με άρπαξε και με φίλησε . Με φιλούσε άγρια και κτητικά . Ήθελε να του εντυπωθεί η γεύση των χειλιών μου . Το ήξερα . Ήρθε με ξανά κατέστρεψε και θα με ξανά παρατήσει . Μου το είχε πει ότι δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί γιατί δεν του αρέσουν οι δεσμεύσεις . Όμως φαίνεται ότι με αγαπάει και θα έκανε τα πάντα για έμενα . Αλλά αυτός ήταν ο λόγος που έφυγε . Παρ όλη την αγάπη του δεν ήθελε δεσμεύσεις . Σταμάτησε το φιλί . Σηκώθηκε και έφυγε .Όμως αυτήν την φορά θα τον ακολουθούσα οποίες και αν είναι οι συνεπείς . Του φώναζα να σταματήσει μέσα από τους λυγμούς μου αλλά δεν το έκανε . Πέρασε γρήγορα τον δρόμο . Σε όλη την τρελά μου να τον ακολουθήσω δεν πρόσεξα εγώ τον δρόμο και εκείνη την στιγμή πέρναγε ένα αμάξι . Μου κόρναρε αλλά εγώ είχα παγώσει . ΑΥΤΟΣ μου έλεγε να φύγω και έτρεχε προς το μέρος μου για να με σπρώξει . Αλλά ήταν πολύ αργά . Τον άκουσα να λέει να πάρουν τηλεφωνώ το ασθενοφόρο . Γονάτισε διπλά μου και με έβαλε στην αγκαλιά του . Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό τον είδα να κλαίει . Δεν ήθελε να δείχνει τα συναισθήματα του αλλά εγώ ήμουν η εξαιρέσει . Μου έλεγε συγγνώμη έλεγε πως ήταν τόσο ανόητος που έφυγε και πήγε να ξανά κάνει το ίδιο λάθος και ότι μόλις γίνω καλά θα με πάει στην Ιταλία να παντρευτούμε . Του έπιασα το πρόσωπο και τον φίλησα όσο πιο ερωτικά μπορούσα για να μου εντυπωθεί η γεύση του όπως και η γεύση μου σε αυτόν . Του είπα ένα ξεψυχισμένο σ αγαπώ και μου το ανταπέδωσε . Μπορεί να ήταν η τελευταία μου μέρα στην γη αλλά ήταν και η καλύτερη γιατί κατάφερα να αγαπήσω και να αγαπηθώ από ένα υπέροχο άτομο . Άκουσα τις σειρήνες . Μου έλεγε να κρατηθώ και ότι θα γίνω καλά .Δεν πρόλαβαν να με βάλουν στο φορείο και ξεψύχησα στην αγκαλιά του αγαπημένου μου κάτω από την βροχή δίπλα από το ουράνιο τόξο και ταυτόχρονα στο αγαπημένο μας στέκι του λυκείου . Ήταν όλα όσα ζήτησα αλλά μακάρι να μπορούσα να τα χαρώ για λίγο ακόμα .