Αγανακτισμένη πλέον κάθομαι πάνω στην βαλίτσα στην προσπάθειά μου να την κλείσω, το χέρι μου αγγίζει το φερμουάρ και το τραβάω ώσπου επιτέλους η βαλίτσα κλείνει.
"Επιτέλους την έκλεισα"
Λέω στην μητέρα μου, εκείνη πλησιάζει στο δωμάτιο και κουνάει το κεφάλι της.
- Είναι πάρα πολλά πράγματα βρε Άννα, σίγουρα τα χρειάζεσαι όλα αυτά; Στο σπίτι έχεις αφήσει κάποια ρουχα από πέρσυ.
- Μην αγχώνεσαι είναι όλα απαραίτητα
Λέω και ένα μικρό γελακι ξεφεύγει και από τις δύο μας, ξέρει πολύ καλά ότι είμαι υπερβολική με τα ρούχα μου, πρέπει να κάνουμε καλή εντύπωση στους νησιώτες φέτος, γελάω με την σκέψη μου και πηγαίνω την βαλίτσα στο σαλόνι.
Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω τον πατέρα μου, όπως κάθε πρωί έτσι και σήμερα είναι χωμένος στην εφημερίδα που αγόρασε, τα μεγάλα φύλλα της καλύπτουν όλο το πρόσωπο του.
- Μπαμπά, εγώ θα φύγω σήμερα θα πάω στο σπίτι στις Σπέτσες μαζί με την Λυδία.
Δεν αργεί να κατεβάσει την εφημερίδα, τα γαλανά του μάτια αντικρίζουν τα καστανά δικά μου.
- Χαίρομαι Άννα που αποφάσισες να πας διακοπές μετά από το τελευταίο περιστατικό, δεν άντεχα να σε βλέπω κλεισμένη στο δωμάτιο σου
- Βρήκα επιτέλους το θάρρος για να τολμήσω, αλλά ας μην το συζητάμε πολύ έκανα υπέρμετρη προσπάθεια για να φτάσω σε αυτό το σημείο.
Σηκώνεται από τον καναπέ, με αργά βήματα, με πλησιάζει τα χέρια του σκουπίζουν τα δάκρυα που ελευθερώθηκαν σαν χείμαρρος από τα μάτια μου χωρίς καμία προειδοποίηση δεν κατάλαβα ποτέ ξεκίνησα να κλαίω.
- Συγγνώμη κορίτσι μου, δεν ήθελα να σε κάνω να κλάψεις
Λέει στοργικά καθώς με χώνει στην αγκαλιά που λάτρευα από παιδί, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μου αφήνει ένα απαλό φιλί στο κεφάλι, απομακρύνομαι και τον αντικρίζω ξανα
- Δεν πειράζει μπαμπά δεν ήξερες.
Σκουπίζω γρήγορα τα υγρά μου μάτια καθώς ακούω την μητέρα μου να έρχεται από το υπνοδωμάτιο μου
"Ήθελα να ελέγξω, μπορεί να ξεχασες κάτι βρε παιδί μου έπρεπε να ήμουν σίγουρη"
Χαμογελώ γλυκά, όσο χρόνια και αν περάσουν η μητέρα πάντα θα μου συμπεριφέρεται σαν ένα μικρό παιδί.
Ακούω το κουδούνι και τρέχω στην αγκαλιά των γονιών μου, τους αγκαλιάζω σφιχτά σαν να είναι η τελευταία φορά που τους βλέπω, απομακρύνομαι χαμογελώντας και πιάνω το χερούλι της βαλίτσας, την σέρνω μέχρι την πόρτα και ύστερα την ανοίγω, εκεί αντικρίζω την εξίσου ενθουσιασμένη Λυδία να με κοιτάει.
- Ε Π Ι Τ Ε Λ Ο Υ Σ θα πάμε διακοπές μαζί
- Το θέλαμε παρά πολύ καιρό έτσι δεν είναι;
- Άννα, το σκεφτόμασταν από κούνια, είναι σαν ένα μεγάλο όνειρο που πραγματοποιήθηκε.
Γελάω και πέφτω στην αγκαλιά της, αποχαιρετώ για ακόμη μια φορά τους γονείς μου και μπαίνω στο αμάξι της κολλητής μου αφού πρώτα έχω φορτώσει την μεγάλη μου βαλίτσα στο πορτ-παγκαζ.
Τοποθετεί το κλειδί του αυτοκινήτου στην σχισμή και ο χαρακτηριστικός ήχος της μηχανής ηχεί στα αυτιά μου
- Θα περάσουμε ένα αξέχαστο καλοκαίρι φιλενάδα, όλες οι αρνητικές σου μνήμες θα χαθούν.
Ξέρει πολύ καλά τι λέει...κάθε χρόνο η Λυδία προσπαθούσε να με πείσει πως όλα πέρασαν και να προχωρήσω εγώ όμως δεν θα τον ξεχάσω ποτέ!.
- Μην αγχώνεσαι, πλέον έχω σταματήσει την αγωγή μου και τις κακές σκέψεις όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν , δεν θα χαλάσω τις διακοπές μας, χαμογελάει ακόμη μια φορά πριν δυναμώσει την μουσική και αρχίσει να οδηγεί.
[...]
Δεν σταματήσαμε να μιλάμε και να γελάμε σε όλη την διαδρομή μέχρι τις Σπέτσες, ήταν ένα ευχάριστο ταξίδι που θα μείνει ανεξίτηλο στην μνήμη μου.
Μόλις βγαίνω από το μικρό καράβι εισπνέω βαθιά, ο καθαρός αέρας γεμίζει τα πνευμόνια μου και η αύρα της θάλασσας δεν αργεί να γαληνέψει την ψυχή μου.
- Πάμε ονειροπόλα
Με τραβάει από το χέρι και φτάνω σχεδόν σέρνοντας στο σπίτι από την βιασύνη της.
- Καλέ ηρεμήσε
Γελάω και βάζω την βαλίτσα στο δωμάτιο μου, εκείνη την τοποθετεί στο ακριβώς απέναντι δωμάτιο και με κοιτάει με ανυπομονησία.
- Θέλω να κάνω το πρώτο μπάνιο έλα Άννα βιασου
Αφαιρεί όλα της τα ρούχα και μένει μόνο με το λευκό της μαγιό, επαναλαμβάνω και εγώ μηχανικά την κίνηση της, το δικό μου μαγιό είναι μαύρο διότι δεν μαυρίζω ποτέ ιδιαίτερα για να κάνει αυτή την πανέμορφη αντίθεση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Λυδίας, βγαίνουμε έξω και τρέχουμε προς την παραλία, δεν απέχει ούτε 10 λεπτά από το εξοχικό μου.
Χωρίς να χάσουμε ευκαιρία βουτάμε μέσα στην θάλασσα, το κορμί μου δροσίζεται άμεσα και ένα ρίγος με διαπερνά
- Έπρεπε να το ελέγξω πριν βουτήξω έτσι, είναι πολύ κρύο για τα γούστα μου
- Ωωωω έλα γκρινιάρα, το πρώτο σου μπάνιο είναι δεν θα έχει πλάκα αν ήταν τέλειο
Λέει καθώς απομακρύνεται κολυμπώντας προς τα βαθιά. Πριν ξεκινήσω και εγώ να την ακόλουθω ακούω μια γνωστή φωνή να φωνάζει το όνομα μου
"Άννα", λεει χαρωπά και τρέχει στην αγκαλιά μου, η μικρή μου ξαδέλφη έχει τρελή αδυναμία σε εμένα και την Λυδία, κάθε χρόνο μας περιμένει στο νησί τα τελευταία χρόνια που δεν πήγαινα ήταν άκρως απογοητευμένη
- Πως είσαι ζουζούνα; Σου έλειψα;
- Μου έλειψες πολύ Άννα δεν είχα με ποιον να παίζω κούκλες, δεν είχα με ποιον να πηγαίνω με τις ώρες στην θάλασσα
- Σημασία έχει ότι τώρα είμαι εδώ ναι; Περνάω με τα ακροδαχτυλα μου τα ξανθά της μαλλιά πίσω από το αυτακι της, εκείνη γελάει και με αγκαλιάζει σφιχτά, σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα.
- Μεγάλωσες παρά πολύ εσυ βρε
Ακούω την φωνή της Λυδίας από πίσω μου, η μικρή Αφροδίτη τινάζεται σαν ψάρι από τα χέρια μου και τρέχει στην αγκαλιά της , μόλις φτάνει στον "προορισμό" της μου βγάζει την γλώσσα και ξεκινούν και οι δύο να γελουν.
"Τώρα θα δείτε" λεω και αρχίζω να πετάω νερά προς το μέρος τους γελώντας.Το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας μόλις ανέβηκε, ευελπιστώ να το αγαπήσετε όπως και εγω, θα είναι διαφορετικό από τα αλλα δώστε του μια ευκαιρία και δεν θα βγείτε χαμένοι!
STAY TUNED
YOU ARE READING
Εμμονή
General FictionΎστερα από έναν κουραστικό χειμώνα, η Άννα αποφασίζει να περάσει το καλοκαίρι της στις Σπετσες μαζί με την κολλητή της. Οι διακοπές της όμως έχουν διαφορετική τροπή από εκείνη που περίμενε...