Τρέχω από πίσω τους και ταυτόχρονα τους πετάω νερά, εκείνες κοιτάζονται για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα αρχίζουν να πετάνε νερό σε εμένα, καλύπτω το πρόσωπο μου και γελάω "Τώρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα" λέει η μικρή γελώντας. Πέφτω γρήγορα μέσα στην θάλασσα για να τις αποφύγω, μόλις φτάνω ξανά στην επιφάνεια τις βλέπω να γελάνε "Δεν ήταν δίκαιο" λένε με μια φωνή, "Γιατί ήταν δίκαιο που ήσασταν δύο εναντίον ενός;" δεν πήρα καμία απάντηση και εκείνη την στιγμή κατάλαβα πως είχα δίκιο, χωρίς να χάσω ευκαιρία έπιασα και τις δύο από τα χέρια και τις έριξα μέσα στο νερό "πήρα το αίμα μου πίσω ρε παιδιά" είπα γελώντας και άρχισα να πηγαίνω προς τις ξαπλώστρες.
[...]
Το πρώτο μπάνιο διήρκησε πολυ, ήμασταν σχεδόν όλη μέρα στην παραλία μου είχε λείψει αρκετά αυτή η αίσθηση, η αίσθηση της καλοπέρασης.
"Δεν νιώθω τα πόδια μου, αλήθεια" λέει η Λυδία καθώς κλείνει την πόρτα του σπιτιού και πέφτει με δύναμη στον καναπέ, "είναι η πρώτη μας μέρα εδώ και δεν θα κοιμηθούμε, έλα σήκω πήγαινε κάνε ένα μπάνιο βάλε τα καλά σου και φύγαμε" λέω γεμάτη αυτοπεποίθηση, η Λυδία σηκώνεται απότομα από τον καναπέ και μένει να με κοιτάει "Τι έκανες στην Άννα; Απαιτώ να μάθω" εγώ αρχίζω να γελάω ανεξέλεγκτα και η Λυδία δεν αργεί να χάσει το σοβαρό της ύφος "Απλά προσπαθώ να ξεχάσω το παρελθόν ήρθαμε εδώ για αυτό τον σκοπό θέλω να τον πετύχω" εκείνη χαμογελάει και μου πιάνει το χέρι "Το ξέρεις ότι σε πειράζω, χαίρομαι που είσαι πάλι ο παλιός καλός εαυτός σου" με αυτά τα λόγια χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου με τελικό προορισμό το μπάνιο. Κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ και ανοίγω το κινητό μου για να στείλω ένα μήνυμα στους γονείς μου, εξάλλου μόνο εκείνοι και η Λυδία μου έχουν μείνει δεν άντεξαν όλοι μου οι "φίλοι" το ξαφνικό μου breakdown, αφού το κάνω αυτό κλείνω το κινητό μου και πηγαίνω στο δωμάτιο, ανοίγω με προσοχή την βαλίτσα μου, αρχίζω να βγάζω από το εσωτερικό της όλα τα φορέματα που θα μπορούσα να φορέσω σε μια νυχτερινή έξοδο
"Θα βάλεις το πράσινο που σου αγόρασα στα γενέθλια σου, δεν ακούω κουβέντα" ακούω την Λυδία να λέει καθώς σκουπίζει τα βρεγμένα της μαλλιά με μια λευκή πετσέτα "το ήξερα ότι θα πεις αυτό" το βγάζω από την βαλίτσα και το τοποθετώ πάνω μου "δεν ξέρω δεν νομίζω πως μου ταιριάζει" με πλησιάζει αγανακτισμένη και βγάζει τις μαύρες γόβες από την βαλίτσα "θα βάλεις και αυτές μαζί, ταιριάζουν γάντι άντε μπες για μπάνιο τώρα παιδί μου έλα" σηκώνω τα χέρια μου ψηλά ως ένδειξη υποταγής και μου ξεφεύγει ένα γελακι καθώς πηγαίνω στο μπάνιο. Μόλις φτάνω κλείνω την πόρτα και αρχίζω να αφαιρώ κάθε ίχνος υφάσματος από πάνω μου, μπαίνω στη ντουζιέρα και αφήνω το καυτό νερό να "αγγίξει" όλο μου το σώμα , κάνω ένα απαλό μασάζ στο κεφάλι μου καθώς βάζω το σαμπουάν στα μαλλιά μου έπειτα έχει σειρά το αφρολουτρο με άρωμα καρύδας, την οποία λατρεύω, αφήνω το νερό για μια τελευταία φορά να ξεπλύνει τις σαπουναδες και με ήρεμες κινήσεις βγαίνω από την ντουζιέρα, τυλίγω μια πετσέτα γύρω από το σώμα μου και βγαίνω από το μπάνιο.
Στεγνή πλέον φορώ το πράσινο φόρεμα με ένα βαθύ "V" στο ντεκολτέ, κάνω τα μαλλιά μου ελαφριές μπούκλες και επιλέγω να μην βαφτώ σήμερα, μου αρέσει το απαλό κοκκίνισμα που έχει προσφέρει το πρωινό μπάνιο στο πρόσωπο μου. Πηγαίνω στο σαλόνι όπου περιμένει η Λυδία "Έτοιμη" γυρίζει να με κοιτάξει "είσαι πανέμορφη κοπέλα μου" γελάω δειλά και παίρνω το τσαντάκι μου στο χέρι "Και εσύ το ίδιο, πάμε να τρελάνουμε κόσμο" γελάμε ταυτόχρονα και βγαίνουμε από το σπίτι.
[...]
Μόλις μπαίνουμε στο κλαμπ αμέσως νιώθω αρκετά βλέμματα καρφωμένα πάνω μου, γυρνάω το κεφάλι μου και ένα βλέμμα με μαγνητίζει, ήταν εκείνο που έκανε την διαφορά. Κάθεται μόνος του σε ένα γωνιακό τραπέζι με το ποτό του στο χέρι, το πρώτα κουμπιά του πουκάμισου του είναι ξεκουμπωτα κάτι το οποίο του δίνει μια παραπάνω γοητεία, οι έντονες γωνίες του, τα χείλη του και τα κατσαρά καστανά μαλλιά του με κάνουν να δαγκώσω ασυναίσθητα το κάτω χείλος μου, εκείνος μόλις το καταλαβαίνει χαμογελάει στραβά και πίνει μια γουλια από το ποτό του, η φωνή της Λυδίας ηχεί στα αυτιά μου και με κάνει να ξεφύγω από την άβυσσο των σκέψεων μου και να κατευθύνω προς το τραπέζι. "Τι έγινε; Ακόμα δε ήρθαμε και κολλήσαμε;"
"Όχι φυσικά και όχι, απλός η φυσιογνωμία του μου έκανε εντύπωση τίποτα παραπάνω", πριν αρχίσει να μιλά την σταματώ "πάω να πάρω ποτό, ξέρω τι πίνεις" σηκώνομαι γρήγορα και πηγαίνω προς το μπαρ.Αυτό ήταν το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας μου. Αν σας άρεσε πατήστε το αστεράκι και αφήστε ένα σχόλιο με την γνώμη σας θα χαρώ πολύ! Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο.
YOU ARE READING
Εμμονή
General FictionΎστερα από έναν κουραστικό χειμώνα, η Άννα αποφασίζει να περάσει το καλοκαίρι της στις Σπετσες μαζί με την κολλητή της. Οι διακοπές της όμως έχουν διαφορετική τροπή από εκείνη που περίμενε...