κεφάλαιο 1ο

11 3 0
                                    

Το στενό μοιάζει ατελείωτο και το βράδυ έχει πέσει για τα καλά. Προχωράω με γρήγορα βήματα. Το σπίτι μου μοιάζει να είναι τόσο μακριά ενώ είναι τόσο κοντά...
Προσπαθώ να φτάσω όσο πιο γρήγορα γίνεται, μετανιώνοντας την απόφαση να περάσω από το στενό, τη στιγμή που μπορούσα να ακολουθήσω τον κεντρικό δρόμο, γεμάτο φώτα και κόσμο κι ας περπατούσα δέκα λεπτά παραπάνω.
Τα μαλλιά μου είναι μπλεγμένα μέσα σε ένα λαστιχάκι το οποίο τραβάω με δύναμη. Οι μπούκλες μου λύνονται την ώρα που μία σκιά εμφανίζεται στο δρομάκι. Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου κρατώντας το τσαντάκι μου. Συνεχίζω να προχωράω ευχόμενη ότι η σκιά αυτή δεν είναι επικίνδυνη. Προχωράω, φτάνω δίπλα στη σκιά η οποία ανήκει σε έναν άντρα, τον οποίο προσπαθώ να μην αγγίξω καθώς περνάω από δίπλα του. Όμως η απόσταση που προσπαθώ να κρατήσω δεν βοηθάει αφού μου πιάνει το χέρι.
Η καρδιά μου σφυροκοπάει, τα μηνίγγια μου χτυπάνε και ο άγνωστος κοιτάει μες τα μάτια μου. Τον κοιτάζω, προσπαθω να φανώ γενναία.
"Σας παρακαλώ, αφήστε το χέρι μου" απαιτώ.
"Δεν ήθελα να σε τρομάξω, όμως νομίζω βγήκες από το μπαρ δύο δρόμους πιο κάτω. Μήπως ξέχασες το κινητό σου εκεί;" με ρωτάει.
Κοιταζω βιαστικά μέσα στην τσάντα μου, έχοντας παράλληλα το νου μου στον άγνωστο που έχει αφήσει πια το χέρι μου. Ψάχνω για το κινητό μου όμως δε το βρίσκω πουθενά.
"Δεν το έχω." παραδέχομαι.
"Ίσως τότε αυτό να σου ανήκει" μου ψιθυρίζει στο αυτί την ίδια στιγμή που αφήνει στην ανοιχτή μου παλάμη το κινητό. Κοιτάζω την αναμμένη οθόνη και διαβεβαιώνομαι ότι είναι δικό μου.
"Ευχαριστώ" ψελλίζω και απομακρύνοναι από το σημείο όσο πιο γρήγορα μπορώ.
Τρέχω ως το σπίτι μου και τη στιγμή που μπαίνω μέσα σωριάζομαι στο πάτωμα. Ακούω την καρδιά μου να χτυπά, το στομάχι μου γυρίζει και η αδρεναλίνη μου βρίσκεται στα ύψη. Αποφασίζω να κάνω ένα μπάνιο και να ξεβγάλω από πάνω μου την προηγούμενη συνάντηση και τον φόβο μου. Γεμίζω την μπανιέρα με καυτό νερό και βυθίζομαι μέσα του.

Ο ύπνος μου ήταν λίγος και ανήσυχος. Το ξυπνητήρι μου βαρούσε χωρίς έλεος και ο ήχος του μου προκαλούσε πονοκέφαλο. Μετά από πολλή ώρα κατάφερα να σηκωθώ. Έβαλα ένα φαρδύ τζιν, ενα απλό μπλουζάκι και τις γόβες μου, ένα αξεσουάρ που μισούσα να φοράω στη δουλειά. Στερεότυπα. Λες και θα έκανα καλύτερη δουλειά με δύο καρφιά για παπούτσια. Στριφογύρισα τα μάτια μου και συνέχισα ότι έκανα.
Ετοιμάστηκα στα γρήγορα, άρπαξα την τσάντα μου και ξεκίνησα για τη δουλειά.
Αγαπούσα τη δουλειά μου, το γραφείο μου, τη ρουτίνα που κυριαρχούσε σε εκείνο το μέρος.
Ξεκλείδωσα και αμέσως άνοιξα τα παράθυρα ώστε να αεριστεί ο χώρος. Έκατσα στο γραφείο και περίμενα το πρώτο ραντεβού της ατζέντας μου.
Το κουδούνι χτύπησε και σηκώθηκα αργά.
Πήρα μία βαθιά ανάσα, έβαλα ένα χαμόγελο στο πρόσωπο και άνοιξα την πόρτα.
Το χαμόγελο χάθηκε.
"Ξανασυναντιώμαστε!" είπε ευχάριστα καθώς με έσπρωχνε απαλά για να βρεθεί στο εσωτερικό του γραφείου. Ο άντρας που με πέτυχε στο στενό, βρισκόταν τώρα στην πόρτα μου...

Εξαπατώντας Την ΑγάπηWhere stories live. Discover now