Μαζί στη Ζωή και στον Θάνατο

15 3 2
                                    

Η Κάρολιν στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και στριφογύριζε καμαρώνοντας το λευκό νυφικό της. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν χτενισμένα σαν ένα στεφανάκι από πλεξούδες που πλαισίωναν το κεφάλι της. Τα γαλάζια μάτια της έλαμπαν από χαρά. Την περίμενε πώς και πώς αυτή την ημέρα.

Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο του δωματίου της. Η ώρα είχε σχεδόν φτάσει.

«Μα γιατί αργούν;», έκανε ανυπόμονα.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και ψηλάφησε τα ροδοπέταλα που ήταν στρωμένα πάνω του κοιτάζοντας το ταβάνι.

Η ώρα περνούσε και η Κάρολιν νύσταζε... Νύσταζε πολύ. Έκλεισε τα μάτια κι έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο με συγκεχυμένα όνειρα και απροσδιόριστες μορφές. Όταν ξύπνησε, είχε ήδη νυχτώσει. Ανασηκώθηκε απότομα και κοίταξε γύρω της. Το ρολόι χτύπησε και αντήχησε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν μεσάνυχτα.

Την κυρίευσε πανικός. Γιατί δεν ήρθαν να την πάρουν; Τι συνέβη; Την ξέχασαν; Μήπως έπαθε κάτι ο Νέιθαν; Αυτό ήταν! Του συνέβη κάτι και δεν ήθελαν να την ανησυχήσουν. Τη στιγμή που άσχημες σκέψεις κι εφιαλτικά σενάρια άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό της, άκουσε την εξώπορτα να κλείνει με ένα δυνατό θόρυβο και κάποιον να ανεβαίνει τη σκάλα. Τα σκαλοπάτια έτριζαν κάτω από κάθε βήμα. Η Κάρολιν κουλουριάστηκε τρομαγμένη σε μια γωνία πάνω στο κρεβάτι. Τη στιγμή που τα βήματα σταμάτησαν ακριβώς απέξω και είδε το χερούλι να κατεβαίνει, κράτησε την αναπνοή της σφίγγοντας δυνατά το σεντόνι. Η πόρτα άνοιξε, και στο άνοιγμά της, εμφανίστηκε ένας άντρας με μαύρο κουστούμι και λευκό πουκάμισο.

«Νέιθαν!» αναφώνησε ανακουφισμένη κι έτρεξε προς το μέρος του.

Χώθηκε στην αγκαλιά του κλείνοντας τα μάτια της.

«Γιατί άργησες; Σε περίμενα!»

Εκείνος την κοιτούσε με ένα τρυφερό βλέμμα.

«Με συγχωρείς αγάπη μου», της είπε. «Σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε αφήσω ποτέ ξανά. Έλα», πρόσθεσε και την έπιασε από το χέρι.

Εκείνη τον ακολούθησε. Κατέβηκαν στο σκοτεινό σαλόνι.

«Νέιθαν», άρχισε η Κάρολιν, «γιατί είναι τόσο σκοτεινά;»

«Μην ανησυχείς», της είπε τότε εκείνος. «Σε λίγο θα ανάψουν τα φώτα».

Άφησε το χέρι της και ξεκλείδωσε την πόρτα. Βγήκε έξω και την κοίταξε με προσμονή. Εκείνη δίστασε. Έτεινε το χέρι του και της χαμογέλασε. Η Κάρολιν το έπιασε και στάθηκε δίπλα του. Λευκό φως τους τύλιξε.

***

Η Λόρεν στεκόταν έξω από το σπίτι με τη σκαλιστή καγκελόπορτα και κοιτούσε το πωλητήριο. Ναι, κάτι τέτοιο έψαχνε.

«Ενδιαφέρεστε να το αγοράσετε;», άκουσε μια γυναικεία φωνή.

Γύρισε και είδε μια μεσόκοπη γυναίκα να έρχεται προς το μέρος της. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κότσο στη βάση του αυχένα και κούτσαινε ελαφρά από την αριστερή μεριά.

«Ναι», απάντησε η Λόρεν. «Γνωρίζετε τον ιδιοκτήτη;»

«Φυσικά. Η κυρία Γκάρβιν, είναι φίλη μου, και το αγόρασε για την κόρη και τον γαμπρό της. Δυστυχώς όμως τα παιδιά δεν πρόλαβαν να το χαρούν. Το σπίτι είναι σχεδόν καινούριο», της είπε η γυναίκα.

«Τι συνέβη;» απόρησε η Λόρεν.

«Η κοπέλα η Κάρολιν, σκοτώθηκε μια μέρα πριν από το γάμο της. Έπεσε από τις σκάλες και πέθανε ακαριαία. Ο Νέιθαν, δεν άντεξε το χαμό της και αυτοκτόνησε την αμέσως επόμενη μέρα...» κατέληξε κουνώντας το κεφάλι και σφίγγοντας τα χείλη.

Η Λόρεν δεν μίλησε.

«Λοιπόν», συνέχισε η γυναίκα, «αν ενδιαφέρεστε, αυτό είναι το τηλέφωνό μου», είπε και της έδωσε ένα διπλωμένο χαρτάκι. «Η κυρία Γκάρβιν λείπει στο εξωτερικό και μου έδωσε τα κλειδιά για να το δείχνω σε όσους ενδιαφέρονται», είπε και απομακρύνθηκε.

Η Λόρεν άνοιξε την χούφτα της για να διαβάσει το νούμερο, αλλά εκείνη τη στιγμή, ένα ελαφρύ αεράκι παρέσυρε το χαρτί μακριά. Ετοιμάστηκε να το κυνηγήσει, αλλά καθώς ο άνεμος περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων που βρίσκονταν μέσα στην αυλή, νόμισε ότι άκουσε γυναικεία γέλια και μια αντρική φωνή να λέει:

«Σου είχα πει πως δεν θα σε αφήσω ποτέ. Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο...»

Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Τα λόγια πέταξαν μακριά της μαζί με τον αέρα, αφήνοντάς την με την αμφιβολία για το αν τα είχε ακούσει τελικά ή όχι. Έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι, κι έφυγε χωρίς να προσπαθήσει να βρει το χαρτάκι με το τηλέφωνο.

Μαζί στη Ζωή και στον ΘάνατοWhere stories live. Discover now